Social Icons

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Στα 90 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος

Ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες, ο Νίκος Κούνδουρος , έφυγε σήμερα από την ζωή, σε ηλικία 90 ετών.

Ασυμβίβαστος, με ιδιαίτερο εικαστικό ταλέντο κατάφερε  με την  έντονη και εκρηκτική προσωπικότητα να εγκαινιάσει  ένα καινούργιο στυλ ποιότητας  στον ελληνικό κινηματογράφο αφήνοντας τα δικά του ανεξίτηλα πολιτιστικά σημάδια . Οι ταινίες του βρίσκονται σήμερα σε κινηματογραφικά μουσεία και ταινιοθήκες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ ο ίδιος εκτιμήθηκε διεθνώς από ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών.

Γεννημένος στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου του 1926, ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου. Οι γονείς του, κατάγονταν από την Κρήτη και δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος. Όπως ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του, τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης.

Μεγάλωσε στην Αθήνα και υπήρξε γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει «…μεγάλωσα ως χαϊδεμένο παιδί, ακόμα και στην Κατοχή. Όταν η Ελλάδα θρηνούσε χιλιάδες νεκρούς από πείνα, εμείς ως εύπορη Κρητική οικογένεια τα είχαμε όλα. Τελευταία χρονιά του πολέμου άλλαξε η ζωή μου, όταν εντάχθηκα σε μια αριστερή οργάνωση και με τη συμμετοχή μου στον ένοπλο αγώνα που ονομάστηκε Αντίσταση. Τραυματίστηκα με τρεις σφαίρες στο πόδι. Γλίτωσα από την εκτέλεση γιατί με πέρασαν για Άγγλο, έτσι όπως ήμουν ξανθός με γαλανά μάτια».
Δεκαέξι χρονών ήταν όταν εντάχτηκε στις τάξεις του ΕΑΜ. Πολέμησε, τραυματίστηκε στο φοβερό Δεκέμβρη του '44, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε εξορία. Το περιστατικό αυτό ήταν η αρχή μιας περιπέτειας που θα τελειώσει τέσσερα χρόνια αργότερα με ένα ‘απολυτήριο’ από τη Μακρόνησο στο χέρι.

Στη Μακρόνησο ο Κούνδουρος μαθαίνει το θέατρο και εκεί του πρωτοδημιουργήθηκε η ιδέα του κινηματογράφου. «Είχα την τύχη -και δεν το λέω κατά λάθος- να ζήσω τέσσερα χρόνια στο Μακρονήσι» είπε σε συνέντευξή του στον Ηλία Ακριβάκη για την κυπριακή εφημερίδα «Φιλελέυθερος». «Εκεί έμαθα ένα σωρό πράγματα και θέατρο. Εκεί μου πρωτοδημιουργήθηκε η ιδέα του κινηματογράφου. Έτσι, όταν το 1952 τελειώνει και αυτή η περιπέτεια και μπαίνουμε σε μια περίοδο ύφεσης, παίρνω το δίπλωμά μου από τη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά, αντί για αρχιτέκτονας, βγαίνω με ένα δίπλωμα ζωγράφου!
Τότε, εντελώς ξαφνικά, αποφάσισα να ανταλλάξω τα σιωπηλά εργαλεία του ζωγράφου με τις εικόνες και τα μεγάφωνα του κινηματογράφου. Έτσι, λοιπόν, αυθαίρετα με ένα αστείρευτο πείσμα και με τη βοήθεια μερικών φίλων, του Μάνου Χατζιδάκι, της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, του Αλέξη Διαμαντόπουλου, στήνεται η πρώτη ταινία: “Η μαγική πόλις”.

Το Παλάτι και ο Κούνδουρος….

Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο ίδιος είχε αναφερθεί για την πρώτη του προσπάθεια στον κινηματογράφο «Θα κάνω μια ταινία για να καταγράψω αυτό τον κόσμο της απόλυτης φτώχειας». Μου ήταν εντελώς άγνωστος ο κόσμος αυτός. Σινεμά δεν είχα σπουδάσει, δεν είχα καν ιδέα πού μπαίνει η μηχανή λήψης. Με συντρόφια από το Μακρονήσι έγινε η πρώτη μου ταινία, η Μαγική Πόλη, που σίγουρα ήξεραν από κινηματογράφο παραπάνω από μένα. Κοντά τους έμαθα κι εγώ το σινεμά. Να σας πω και μια αστεία ιστορία: η Λυμπεράκη, που είχε γράψει το σενάριο, είχε μητέρα που ήταν ακόλουθος της Φρειδερίκης, της βασίλισσας. «Έχει λεφτά η μάνα μου», μας λέει, οπότε βάζουμε με τον Χατζιδάκι τα καλά μας για να συναντήσουμε τη μάνα της στου Ζόναρς και να την πείσουμε να χρηματοδοτήσει την ταινία! Φτάνουμε, μάλλον με συμπάθησε, αφού κι εγώ ήμουν αστός και όχι λαϊκό παιδί. Κάποια στιγμή σταματά μπροστά στου Ζόναρς ένα ταξί και πετάγεται από μέσα ένα θηρίο! «Ρε Κούνδουρε», φωνάζει! Εγώ τα χάνω και σηκώνομαι προς το μέρος του. «Ρε, δεν με θυμάσαι;», συνεχίζει αυτός. «Ρε, εγώ είμαι που γάμησα τον πιτσιρικά στη Μακρόνησο κι εσύ με γλίτωσες από το σύρμα»! Τα 'χασα, ο κόσμος όλος είχε γυρίσει να δει ποιος γάμησε τον πιτσιρικά. «Πάει η ταινία, πάει η χρηματοδότηση, πάνε τα όνειρα, πάνε όλα», είπα μέσα μου. Επιστρέφω στο τραπέζι, όπου η ακόλουθος της βασίλισσας γυρνάει και με ρωτάει: «Τι θα πει "εγάμησα";». Μάλιστα! Η κυρία αυτή δεν ήξερε τι θα πει «γάμησα» και η ταινία έγινε κανονικά!

Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν «Οι παράνομοι» (1958), «Το ποτάμι» (1959), «Μικρές Αφροδίτες» (1963), «Το πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1974), «1922» (1978) κ.ά.
Ο Νίκος Κούνδουρος έχει επίσης αντιπροσωπεύσει τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1953 και 1956, στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, 1963 και 1967.

Έχει επίσης τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963 για την ταινία «Μικρές Αφροδίτες» καθώς και για την ταινία του «Το ποτάμι» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1959. Ειδικότερα για την ταινία «Μικρές Αφροδίτες» τιμήθηκε και με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.

Το 2011 είχε πέσει θύμα ληστείας και όπως είχε αποκαλύψει ήταν ένα περιστατικό που τον είχε σημαδέψει.

"Κατά βάθος χαίρομαι για το συμβάν. Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Έλεγα ότι της ίδια γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό.

Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, 4 βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα.  Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ’ τον π@στη” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτρα- πάτρα ελληνικά,…τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου, που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της, σαν την πουτ@ν@ που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Έλληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως έγινε. Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ήθελαν να σκοτώσουν. Έναν άλλο γείτονα τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις γλίτωσα. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική. Ήταν μίσος" είχε πει μεταξύ άλλων σε συνέντευξη του στο "Βήμα της Κυριακής". Ο ίδιος, λίγο καιρό αργότερα, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν μισεί τους δράστες μιας και είχαν το δικό τους δίκιο, το δίκιο του πεινασμένου.

Ο Νίκος Κούνδουρος βραβεύτηκε το 1995 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 2005 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα.







Δεν υπάρχουν σχόλια: