Social Icons

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Η Καταστροφή της Σμύρνης απο τους Τούρκους - οι βιασμοί και οι σφαγές των Ελλήνων [ ΦΩΤΟ&ΒΙΝΤΕΟ]




Απο την Contessa,

Σμύρνη, Αύγουστος 1922

Λίγες ημέρες μετά την κατάρευση του μετώπου, άνδρες του Ελληνικού στρατού κατεύθασαν λαβωμένοι και αβοήθητοι μέχρι την Σμύρνη.  Έλληνες και Αρμένιοι άνοιξαν τα σπίτια τους για να φιλοξενήσουν τους άνδρες του Ελληνικού στρατού, ακούγοντας πρώτοι τα νέα ότι από μέρα σε μέρα, από στιγμή σε στιγμή οι Τουρκοι θα παρελάσουν στη Σμύρνη.


Στις 27 Αυγούστου 1922 οι Τούρκοι μπαίνουν στην Σμύρνη.
Οι Τσέτες έφθασαν πρώτοι και άρχισαν τις θηριωδίες. Εκτέλεσαν όσους άντρες βρήκαν μπροστά τους και έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια αρπάζοντας από τις γυναίκες χρυσαφικά και τιμαλφή. Έφτασαν στο σημείο να κόβουν τα δάχτυλα ή τα αφτιά για να πάρουν δαχτυλίδια και σκουλαρίκια, έδερναν, βίαζαν και αποκεφάλιζαν.

Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που βρήκαν τραγικό θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις ταλαιπωρίες.
Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ. Τα βάσανα των μη μουσουλμάνων δεν είχαν τελειωμό. Όλη η Σμύρνη καλύφθηκε από τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάσθηκαν, οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους της αρμένικης συνοικίας, ολόκληρες οικογένειες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ ενώ από τη μανία των Τούρκων δεν γλίτωσαν ούτε οι Γαλλίδες νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οι καθολικές αδελφές του Τάγματος του Ελέους που σφαγιάσθηκαν εν ώρα καθήκοντος. Ο ευαγγελιστής ιερέας πατήρ Μαλτάς εκτελέσθηκε και ο πρόεδρος του Αμερικανικού Κολεγίου Αλεξ Μακ Λάχλαν υπέστη βασανιστήρια μέχρι θανάτου. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έστειλε αντιπροσωπεία στον Κεμάλ Ατατούρκ ώστε να συγκαταθέσει στην εκκένωση της Σμύρνης.

Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων ο Κεμάλ Ατατούρκ επέτρεψε σε ελληνικά και άλλα πλοία να μπουν στο λιμάνι της Σμύρνης. Η εκκένωση άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου και διήρκησε μια εβδομάδα. Στις 13 Σεπτεμβρίου 19 πλοία μπήκαν στη Σμύρνη να σώσουν τον κόσμο. Συνολικά 300.000 πρόσφυγες πέρασαν στην Ελλάδα.

Μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι δρόμοι γύρω από την Αγία Φωτεινή είχαν πλημυρήσει στο αίμα, σαν αρνιά τους έσφαζαν του Έλληνες και τους Αρμένιους, και σαν να μην έφθαναν ότι έκαναν οι απολίτιστοι μουσουλμάνοι, έσερναν από τα πόδια και μαλιά κορίτσια μικρά και έγκυες γυναίκες, τις πήγαιναν στις εκκλησίες , τις ξάπλωναν στις Άγιες Τράπεζες, τις βίαζαν και μετά έκοβαν τουν μαστούς τους και τους πέταγαν στα σκυλιά.




Οι σφαγές και η καταστροφή της Σμύρνης διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 (31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο).


“Το βιβλίο του Τζάιλς Μίλτον «Ρaradise Lost, Smyrna 1922. Τhe Destruction of Ιslam’s City of Τolerance» (Ο Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922. Η καταστροφή της ισλαμικής πόλης της ανοχής), εκδόσεις Sceptre, έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές από τις μεγαλύτερες βρετανικές εφημερίδες. Για «δυνατή και συγκινητική αφήγηση» έγραψαν οι ‘Sunday Τimes’ κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στον «αιματηρό κατακερματισμό της πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Μίλτον έχει γράψει ένα αξιομνημόνευτο βιβλίο για ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Ξεκαθαρίζει, άπαξ διά παντός, ποιος έκαψε τη Σμύρνη, προβάλλοντας αδιάψευστα στοιχεία για τη μεταφορά χιλιάδων βαρελιών πετρελαίου από τους Τούρκους στρατιώτες σε όλες τις περιοχές της πόλης εκτός από την τουρκική συνοικία.
Οι Τούρκοι περιέλουσαν όλα τα σπίτια με πετρέλαιο και άναψαν φωτιές, με την πλήρη έγκριση του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος ήταν αποφασισμένος να δώσει την τελική λύση στο “πρόβλημα των μειονοτήτων” προκειμένου να εξασφαλίσει τη μελλοντική σταθερότητα της νεόκοπης Τουρκικής Δημοκρατίας.
Ένα σχετικά ομοιογενές τουρκικό κράτος πράγματι δημιουργήθηκε, όμως όπως δείχνει ο Μίλτον, το κόστος ήταν αφάνταστο σε μία από τις πιο τρομερές ανθρωπιστικές καταστροφές του 20ού αιώνα». [Ιndependent]

Το στομάχει σφίγγεται
«Η συναρπαστική καταγραφή των γεγονότων από τον Μίλτον για την καταστροφή της Σμύρνης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ανέκδοτα μέχρι τώρα γράμματα και ημερολόγια που προέρχονται από μέλη εύπορων “λεβαντίνικων” οικογενειών της πόλης. Οι μαρτυρίες της σφαγής από αυτόπτες μάρτυρες κάνουν το στομάχι σου να σφίγγεται καθώς διαβάζεις…»
«Οι εντολές μας είναι να κάψουμε τα σπίτια»
 Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι Τούρκοι επιμένουν στον ισχυρισμό ότι η φωτιά―που σύντομα θα έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις―αποτελούσε πράξη σαμποτάζ από την πλευρά των Ελλήνων και των Αρμενίων. Όμως υπάρχουν πολλές αμερόληπτες περιγραφές που αποδεικνύουν ότι ο τουρκικός στρατός σκόπιμα έβαλε φωτιά στη Σμύρνη. Κάποιοι από τους μάρτυρες ανήκαν στο πυροσβεστικό σώμα της Σμύρνης. Αργότερα εκλήθησαν να καταθέσουν ενόρκως σε βρετανικό δικαστήριο σε δίκη που ξεκίνησε η ασφαλιστική εταιρεία Guardian.

Ένας από αυτούς ήταν ο αρχιπυροσβέστης Τσορμπάτζης, που έφτασε από τους πρώτους στον τόπο απ´ όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά. Καταφθάνοντας στην οδό Τchoukour ανέβηκε σε μια σκεπή προκειμένου να εκτιμήσει το μέγεθος της φωτιάς. «Μετά κατέβηκα σ´ ένα από τα δωμάτια όπου συνάντησα έναν πάνοπλο Τούρκο στρατιώτη. Έβαζε φωτιά στο εσωτερικό ενός συρταριού. Με κοίταξε άγρια αλλά έφυγε. Στα ρουθούνια μου ήρθε η έντονη μυρωδιά του πετρελαίου».

Ο συνάδελφος του αρχιπυροσβέστη Τσορμπάτζη, Εμμανουήλ Κατσαρός, είχε μια παρόμοια εμπειρία. Κατάβρεχε την Αρμενική Λέσχη με νερό σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την προέλαση της φωτιάς όταν είδε δύο Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν στο κτίριο με τενεκέδες γεμάτους πετρέλαιο.
Διαμαρτυρήθηκε όταν τους είδε να τους αδειάζουν στο πάτωμα. «Από τη μία προσπαθούμε να σταματήσουμε τις φωτιές και από την άλλη τις ανάβετε», τους είπε. «Εσύ έχεις τις δικές σου εντολές», του απάντησε ο ένας στρατιώτης, «και εμείς έχουμε τις δικές μας. Το κτίριο είναι αρμενική ιδιοκτησία. Οι εντολές μας είναι να το κάψουμε».

Σε άλλα μέρη, οι πυροσβέστες ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν να παλέψουν με τις φλόγες επειδή οι μάνικές τους είχαν κοπεί. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να περιμένουν να σβήσει η φωτιά από μόνη της. Όμως αυτό φαινόταν όλο και πιο απίθανο μια και ο άνεμος―που ήδη ήταν δυνατός―ενισχυόταν από τα ανατολικά.

Οι τρεις διαφορετικές φωτιές που είχαν εντοπιστεί από τους μάρτυρες γύρω στις 12 το μεσημέρι είχαν, κατά τη 1.30 μ.μ., ενωθεί σε μια μεγάλη πυρκαγιά που μαινόταν σε όλη την αρμενική συνοικία. Όταν ο Γκαραμπέντ Χατσεριάν σκαρφάλωσε στη σκεπή του σπιτιού της οικογένειας Βερκίν, σκέφτηκε ότι η πυρκαγιά ήταν εκτός ελέγχου. «Ένα τεράστιο σύννεφο καπνού απλωνόταν πάνω από τη συνοικία», έγραψε. «Η φωτιά εξαπλωνόταν προς δύο κατευθύνσεις, απόδειξη ότι είχε εσκεμμένα ξεκινήσει από διάφορα σημεία ταυτόχρονα». Ο Χατσεριάν κατάλαβε ότι τα πράγματα θα δυσκόλευαν αφού η πυρκαγιά εξανάγκαζε χιλιάδες ανθρώπους να βγουν στους δρόμους.
«Τρεις τρόποι για να πεθάνεις» Η προκυμαία της Σμύρνης έγινε το σκηνικό της ανθρώπινης εξαθλίωσης Χιλιάδες άνθρωποι που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να στραφούν προς την προκυμαία. Όπως έγραψε ο Αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον, «καθώς η πυρκαγιά εξαπλωνόταν προς την παραλία, το κύμα των ανθρώπων που κατευθύνονταν στην προκυμαία όλο και μεγάλωνε: ηλικιωμένοι, νέοι, γυναίκες, παιδιά, άρρωστοι.
Όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν μεταφέρονταν σε φορεία ή στους ώμους των συγγενών τους». Μεταξύ αυτών ήταν και κάποιος γνωστός του πρόξενου, ένας ηλικιωμένος Έλληνας γιατρός ονόματι Αργυρόπουλος, ο οποίος δεν μπόρεσε να αντέξει την όλη κατάσταση. Υπέστη καρδιακό επεισόδιο και πέθανε στην προβλήτα.
«Ήταν μια σκηνή τρόμου και ανθρώπινων δεινών χωρίς προηγούμενο», έγραψε ο Χόρτον. «Όλοι αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι ήταν στριμωγμένοι σε έναν στενό δρόμο ανάμεσα στην πόλη που καιγόταν και στα βαθιά νερά του κόλπου». (…) Η προκυμαία της Σμύρνης έγινε το σκηνικό της ανθρώπινης εξαθλίωσης. Μήκους περίπου 3 χιλιομέτρων και πολύ φαρδιά, ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να φιλοξενήσει εκατοντάδες χιλιάδες άστεγους.
Η μετατροπή της σε αυτοσχέδιο προσφυγικό καταυλισμό ήταν γρήγορη και δραματική. Λίγες ημέρες νωρίτερα, η προκυμαία ήταν τόπος χαράς. Τώρα, την ευθυμία είχε αντικαταστήσει η εξαθλίωση. Την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι εκείνη την τρομερή Τετάρτη, στην προκυμαία της Σμύρνης βρίσκονταν περίπου μισό εκατομμύριο πρόσφυγες. Κινδύνευαν να καούν ζωντανοί, καθώς οι φλόγες πλέον είχαν πλησιάσει τη θάλασσα. Επικρατούσε μια φοβερή ζέστη που μεταδιδόταν από κτίριο σε κτίριο. Η ζέστη ήταν τόσο έντονη, ώστε οι κάβοι που έδεναν τα πλοία στην αποβάθρα είχαν αρχίσει να καίγονται. Όλα τα σκάφη απομακρύνθηκαν περίπου 250 μέτρα από την προκυμαία.
«Οι φλόγες θέριευαν συνεχώς», έγραψε ο Οράν Ράμπερ, τουρίστας που είχε φθάσει στη Σμύρνη λίγες ημέρες νωρίτερα. «Οι κραυγές του απεγνωσμένου πλήθους στην αποβάθρα ακούγονταν ένα μίλι μακριά. Είχαν να επιλέξουν μεταξύ τριών ειδών θανάτου: τη φωτιά πίσω τους, τους Τούρκους που παραμόνευαν στα σοκάκια και τον ωκεανό μπροστά τους…. Στα σύγχρονα χρονικά, δεν υπάρχει πιθανώς κάτι που να μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη».


∆ιδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα
Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Την Τετάρτη, 13 του μηνός, προς το μεσημέρι, άκουσα να φωνάζουν «Φωτιά!». Ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού μου. Οι πρώτες λάμψεις της πυρκαγιάς ήταν ορατές. Έδιναν την εντύπωση ενός τεράστιου μισοφέγγαρου του οποίου η μια κορυφή μπορούσε να τοποθετηθεί στα βορειοανατολικά και η άλλη στο άκρο της νοητής γραμμής από την «Τράπεζα της Ανατολής» προς τα ανατολικά• το μέσο της καμπύλης βρισκόταν στα περίχωρα του Μπασμαχανέ (του σταθμού της σιδηροδρομικής γραμμής του Κασαμπά). Αυτό το μισοφέγγαρο αγκάλιαζε όλο το ελληνικό τμήμα της πόλης και στένευε προοδευτικά, όσο προχωρούσε νοτιοδυτικά.
Το βράδυ της ίδιας νύχτας, καθώς η φωτιά πλησίαζε, αφήσαμε το σπίτι μας κουβαλώντας μόνο ένα μπόγο με τα απαραίτητα. Πήγαμε στο σπίτι του φίλου μας S. J. στην Προκυμαία. Εκεί γινόταν πανδαιμόνιο. Τα ζώα και οι βοϊδάμαξες ανακατεύονταν με τους ανθρώπους οι οποίοι στην τρελή τους βιασύνη τις είχαν φορτώσει με τα πιο αταίριαστα και συχνά τα πιο άχρηστα πράγματα.
René Puaux, Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης

Η ΦΩΤΙΑ
Τη ∆ευτέρα και την Τρίτη η μια φρικαλεότητα διαδεχόταν την άλλη. Το χειρότερο δεν είχε ακόμα συμβεί. Το απόγευμα της Τετάρτης 13 Σεπτεμβρίου άρχισε η φωτιά που έμελλε να αφανίσει τα 2/3 της Σμύρνης. Καθώς μερικοί αμφιβάλλουν αναφορικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για το άναμμα της φωτιάς, ας αναφέρουμε την αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα, της δεσποινίδας Μίνι Μιλς, διευθύντριας του Κολεγιακού Ινστιτούτου Θηλέων της Σμύρνης. Η δεσπονίς Μιλς αφηγείται:
«Λίγο μετά το γεύμα ξέσπασε πολύ κοντά στο σχολείο μια φωτιά που εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει στο σπίτι κρατώντας μικρούς τενεκέδες πετρελαίου ή βενζίνης και σε μερικά λεπτά το σπίτι τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι δάσκαλοι και οι μαθήτριές μας είδαν Τούρκους στρατιώτες, και σε πολλές περιπτώσεις ένστολους αξιωματικούς, να χρησιμοποιούν μακριά ραβδιά στην άκρη των οποίων ήταν δεμένα κουρέλια, να βουτάνε τα κουρέλια σε τενεκέδες με υγρό και να μπαίνουν σε σπίτια, που τυλίγονταν αμέσως στις φλόγες. Στους δρόμους δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή κανείς άλλος εκτός από ομάδες Τούρκων στρατιωτών. Ενώ η φωτιά άρχισε ακριβώς απέναντι από το κτίριο της σχολής μας, κάθε τρίτο ή πέμπτο σπίτι της συνοικίας – της αρμενικής συνοικίας – φλεγόταν…
Ο άνεμος, αν και όχι πολύ δυνατός, έπνεε από τη μεριά της τουρκικής συνοικίας προς αυτή των χριστιανικών συνοικιών και, όπως φαίνεται, οι δράστες περίμεναν μέχρι να εμφανιστεί αυτός ο ευνοϊκός άνεμος».

Με τη μαρτυρία της δεσποινίδας Μιλς συμφωνούν και πολλοί άλλοι μάρτυρες. Ο κύριος Τζάκουιθ της Νίαρ Ιστ Ριλίφ, στην αναφορά του στο ναύαρχο Μπρίστολ, πιστοποίησε ότι είδε άτομα να ρίχνουν πετρέλαιο σε κτίρια και, καθώς ήταν παρόντες εκεί Τούρκοι στρατιώτες, θα ήταν λογικό να συμπεράνει κανείς ότι οι εμπρηστές ήταν επίσης Τούρκοι. Ο ταγματάρχης Ντέιβις, του Ερυθρού Σταυρού, είδε Τούρκους να καταβρέχουν τους δρόμους και τα σπίτια κατά μήκος της πυρκαγιάς με ένα υγρό. Βούτηξε το δάχτυλό του στο υγρό και το έγλειψε. Ήταν πετρέλαιο. Από τον πύργο του Μακ Λάχλαν Χολ, η κυρία Μπριτζ είδε Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν σε σπίτια κρατώντας τενεκέδες και λίγα λεπτά αργότερα είδε τα σπίτια αυτά να τυλίγονται στις φλόγες

Η “Γκιαούρ Ιζμίρ” καίγεται…
Στην απερίγραπτη σύγχυση και στον τρόμο που ήδη επικρατούσε είχε τώρα προστεθεί και η φρίκη της πυρκαγιάς που θρασομανούσε, μιας πυρκαγιάς που κατέτρωγε τα πάντα στο περάσμά της. Η Γκιαούρ Ιζμίρ, η «άπιστη» Σμύρνη, όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι, ήταν καταδικασμένη.
Πριν και ύστερα από την κατάληψη, οι κάτοικοι της πόλης συσσωρεύονταν στη μακριά προκυμαία εκλιπαρώντας να επιβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλεούμενο μπορούσε και ήθελε να τους πάρει. Τώρα όμως, με την πόλη αγκαλιασμένη από τις φλόγες, η προκυμαία είχε πλημμυρίσει απ’ όλους όσοι είχαν μοναδική τους ελπίδα τη φυγή. Είναι αδύνατον να αναφερθούν ακριβείς αριθμοί αναφορικά με την καταστροφή της Σμύρνης, αλλά, διασταυρώνοντας τις πληροφορίες της μιας Αρχής με αυτές των άλλων, υπολογίζεται ότι περίπου 100.000 άτομα σφαγιάστηκαν, 280.000 είχαν συνωστισθεί στην προκυμαία ικετεύοντας για τη σωτηρία τους και 160.000 ακόμα εκτοπίστηκαν από τους Τούρκους στο εσωτερικό για να μην ξαναφανούν ποτέ. Οι λεπτομέρειες πάνω σ’ αυτά είναι τόσο πολλές, ώστε κάθε περιγραφή θα ήταν ατελής. Είναι ένας πίνακας πολύ μεγάλος και πολύ φρικτός για να τον ζωγραφίσει κανείς. Οι μαθήτριες του Αμερικανικού Κολεγιακού Ινστιτούτου κι εκείνες της Αρμενικής Σχολής Θηλέων, που βρισκόταν απέναντι, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Μαζί τους βρίσκονταν 1.300 πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει στα κτίρια του κολεγίου. Είναι πολύ οδυνηρό να αναλογίζεται κανείς την τύχη αυτών των κοριτσιών, που εκπαιδεύονταν σ’ ένα αμερικανικό ίδρυμα σύμφωνα με τα αμερικανικά ιδανικά και τον αμερικανικό τρόπο σκέψης και βρέθηκαν στο έλεος ανθρώπων ανελέητων, που συνδύαζαν τη θηριωδία του Μογγόλου με την πανούργα σκληρότητα της κατώτερης ανατολίτικης κάστας. Όμως, παρά το γεγονός ότι το λιμάνι της Σμύρνης ήταν γεμάτο συμμαχικά πολεμικά πλοία, δε βρέθηκε κανείς να τις σώσει και χάθηκαν.


Το μεγάλο πλήθος είχε συνωστισθεί τόσο ασφυκτικά στην προκυμαία, ώστε, όταν κάποιος πέθαινε, δεν μπορούσε να πέσει, αλλά συνέχιζε να παραμένει όρθιος, στηριζόμενος αναγκαστικά από τους διπλανούς του. Από τη μια πλευρά υπήρχε το λιμάνι, από την άλλη μια αραιή γραμμή ναυτών από τα συμμαχικά πλοία, τοποθετημένων εκεί, υποτίθεται, για να προστατεύσουν τους πρόσφυγες, ενώ στην πραγματικότητα αδυνατούσαν να κάνουν κάτι παραπάνω από το να προστατεύσουν τους ομοεθνείς τους και μόνο εκείνους. Οι Βρετανοί, που οι Τούρκοι τους μισούσαν, δεν μπορούσαν να κάνουν σχεδόν τίποτα. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, που έτρεφαν έντονα φιλοτουρκικά αισθήματα, πρόσφεραν πολύ λίγη βοήθεια. Οι Αμερικανοί, με τα χέρια δεμένα από μια άδικη διαταγή, έκαναν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό κάτω από τις περιστάσεις.

Πίσω από τη λεπτή γραμμή των Συμμάχων βρίσκονταν τα σπίτια που έβλεπαν προς τη θάλασσα και πίσω απ’ αυτά η φλεγόμενη πόλη, στεφανωμένη από σύννεφα καπνού, μέσα από τα οποία ξεπετάγονταν θριαμβευτικά γλώσσες φωτιάς. ∆εν υπήρχε κανείς να προστατεύσει τους Έλληνες και τους Αρμενίους, που αποτελούσαν το 99% εκείνων που συνωστίζονταν στην προκυμαία σε αναζήτηση καταφυγίου. Τις ημέρες και τις νύχτες που ακολούθησαν, ομάδες Τούρκων ορμούσαν στο τρομοκρατημένο ανθρώπινο κοπάδι, άρπαζαν δέκα είκοσι γυναίκες και τις έπαιρναν μαζί τους ή τις βίαζαν και τις έσφαζαν εκεί κοντά.
Το βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα Τζάιλς Μίλτον «Ο Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922» βασίστηκε σε, ανέκδοτα μέχρι σήμερα, γράμματα και ημερολόγια Λεβαντίνων της Σμύρνης.
Οι μαρτυρίες Αμερικανών, Βρετανών και Γάλλων που είδαν Τούρκους στρατιώτες με βαρέλια γεμάτα πετρέλαιο να ραντίζουν τα κτίρια στην αρμενική συνοικία και να βάζουν φωτιά, δίνουν την πιο κατηγορηματική απάντηση στο ιστορικό ερώτημα.
Αναπάντητα όμως συνεχίζουν να παραμένουν τα γιατί μπροστά σε τόσο ανθρώπινο πόνο και παραλογισμό: την ώρα που οι ορχήστρες των βρετανικών πλοίων έπαιζαν για να μην ακούγονται οι κραυγές των προσφύγων, οικογένειες κρύβονταν σε τάφους για να γλιτώσουν.
ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1922.

Οι οδυνηρές σκηνές τις οποίες παρακολούθησε εκείνο το πρωί ο αιδεσιμώτατος Ντόμπσον δεν ήταν τίποτα μπροστά στη σφαγή στην οποία έγιναν μάρτυρες τα μέλη της Πυροσβεστικής της Σμύρνης. Οι πυροσβέστες ήταν Έλληνες και Τούρκοι, ο σταθμός των οποίων χρηματοδοτείτο εν μέρει από ασφαλιστικές εταιρείες του Λονδίνου.
Σε αυτές τις εταιρείες είχαν ασφαλιστεί τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της Σμύρνης και έτσι ήταν προς το συμφέρον τους να τα προστατεύσουν από τη φωτιά. Οι πυροσβέστες είχαν ήδη σπεύσει να σβήσουν φωτιές από τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης. Τώρα, στις 10.30 το πρωί, υπήρχαν αναφορές για μια καινούργια φωτιά στην οδό Suyane, στην αρμενική συνοικία.
Μεταξύ εκείνων που εστάλησαν να σβήσουν τη φωτιά ήταν ο αρχιπυροσβέστης Τσορμπάτζης από τους πιο παλιούς στο πυροσβεστικό σώμα της Σμύρνης. Τόσα χρόνια είχαν δει πολλά τα μάτια του, τίποτα όμως δεν τον είχε προετοιμάσει για τον όλεθρο που θα συναντούσε. «Σε όλα τα σπίτια που μπήκα, έβλεπα πτώματα», διηγήθηκε. «Σε ένα σπίτι, ακολούθησα τη γραμμή του αίματος που έφθανε σ´ ένα ντουλάπι. Το άνοιξα και πάγωσα. Μέσα βρισκόταν το νεκρό κορμί μιας κοπέλας με τα στήθη της κομμένα…».
Όταν βγήκε πάλι στον δρόμο, ο Τσορμπάτζης είδε πολλούς Τούρκους φαντάρους. «Παντού κυκλοφορούσαν ένοπλοι στρατιώτες. Κάποιος από αυτούς μπήκε σ´ ένα σπίτι όπου κρυβόταν μια αρμένικη οικογένεια και τους έσφαξε. Όταν βγήκε έξω, το μαχαίρι του έσταζε αίμα. Το σκούπισε στις μπότες του». (…)

Ξεφόρτωναν βαρέλια
Την ίδια στιγμή που ο Αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον προσπαθούσε να απομακρύνει από τη Σμύρνη τους Αμερικανούς υπηκόους, ένας δάσκαλος ονόματι Κρικόρ Μπαγκτζιάν―ο οποίος κρυβόταν στην ταράτσα της Αρμενικής Λέσχης στην οδό Rechidie―παρακολουθούσε κάτι πολύ ανησυχητικό.
Στην άκρη του δρόμου μια ομάδα στρατιωτών ξεφόρτωνε μεγάλα βαρέλια. «Δεν είδα το περιεχόμενό τους», έγραψε, «αλλά κρίνοντας από το χρώμα και το σχήμα τους, ήταν ίδια με τα βαρέλια που χρησιμοποιούσε η Ρetroleum Company της Σμύρνης. Κάθε βαρέλι το φυλούσαν 2-3 Τούρκοι στρατιώτες και το μετέφεραν στην άλλη πλευρά του δρόμου προς την αρμενική εκκλησία. Αισθάνθηκα ένα ρίγος στην πλάτη μου καθώς συνειδητοποίησα τον σκοπό όλων αυτών των προετοιμασιών».
Ο Μπαγκτζιάν και οι φίλοι του παρακολουθούσαν από την κρυψώνα τους να ξεφορτώνονται όλο και περισσότερα βαρέλια στην αρμενική συνοικία. «Τα τοποθετούσαν σε απόσταση 200 μέτρων το ένα από το άλλο και όταν τελείωσαν… άκουσα κάτι που μπορώ να περιγράψω ως “ήχους βροχής που πέφτει στη σκεπή”». Οι Τούρκοι στρατιώτες ψέκαζαν τα κτίρια με πετρέλαιο. «Αισθανόμασταν τις σταγόνες να πέφτουν πάνω μας», έγραψε ο Κρικόρ, «καθώς οι στρατιώτες από τον δρόμο έριχναν με κουβάδες πάνω στους τοίχους ένα υγρό. Μόλις το μύρισα στα ρούχα μου, δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήταν πετρέλαιο».

Ακολούθησαν φωτιές
Από τους πρώτους που τις πρόσεξαν ήταν η Μίνι Μιλς, διευθύντρια του Αμερικανικού Κολεγίου Θηλέων. Μόλις είχε τελειώσει το γεύμα της όταν αντελήφθη ότι ένα από τα γειτονικά κτίρια καιγόταν. Σηκώθηκε όρθια για να παρατηρήσει καλύτερα και εξεπλάγη από το θέαμα: «Είδα με τα μάτια μου έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει σ´ ένα σπίτι κρατώντας τενεκέδες με πετρέλαιο ή βενζίνη και σε λίγα λεπτά το σπίτι είχε παραδοθεί στις φλόγες».
Δεν ήταν η μόνη στο Κολέγιο που είδε το ξέσπασμα της φωτιάς. «Οι καθηγητές μας αλλά και μαθήτριες είδαν Τούρκους με στρατιωτικές στολές, φαντάρους και αξιωματικούς, να χρησιμοποιούν μακριά στειλιάρια με κουρέλια στην άκρη, τα οποία είχαν εμποτιστεί σε ένα δοχείο με υγρό. Έμπαιναν με αυτά σε σπίτια τα οποία σε λίγο καίγονταν».
Λίγα λεπτά αργότερα η Κινγκ Μπιρτζ, σύζυγος Αμερικανού ιεραποστόλου, παρατήρησε μια κολόνα καπνού να υψώνεται πάνω από την αρμενική συνοικία. «Ανέβηκα στον πύργο του Αμερικανικού Κολεγίου και με ένα ζευγάρια κιάλια μπορούσα να ξεχωρίσω τις φιγούρες Τούρκων στρατιωτών που έβαζαν φωτιά σε σπίτια».


Αξιόπιστοι μάρτυρες

Είναι αρκετοί οι αξιόπιστοι μάρτυρες που αργότερα θα κατέθεταν για τον ρόλο των στρατιωτών του Κεμάλ στο ξέσπασμα της φωτιάς. Ο Κλάφλιν Ντέιβις του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού είδε Τούρκους να ρίχνουν εύφλεκτο υλικό κατά μήκος ενός δρόμου στον οποίο κατευθυνόταν η φωτιά.
Ο μεσιέ Ζουμπέρ, διευθυντής της τράπεζας Credit Foncier στη Σμύρνη, βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών τι έκαναν. «Απάντησαν νευρικά ότι εκτελούσαν εντολές να ανατινάξουν και να κάψουν όλα τα σπίτια της περιοχής».

Γάλλος επιχειρηματίας―του οποίου τα συμφέροντα του επέβαλλαν να καταθέσει ανώνυμα―δήλωσε ότι στρατιώτες έβαλαν φωτιά σε όλα τα καταστήματα της οδού Ηadji Stamon, ακολουθώντας τις οδηγίες τού πρώην επικεφαλής της τουρκικής αστυνομίας στο Κορδελιό.
Εύφλεκτο υγρόΚάποιοι από τους κατοίκους της πόλης εγκατέλειψαν τα σπίτια τους πριν η φωτιά τους αποκόψει από τους δρόμους διαφυγής. Οι Αρμένιοι καθολικοί πατέρες του τάγματος Μεχιταριάν εγκατέλειψαν το μοναστήρι τους και κατευθύνθηκαν προς το γαλλικό προξενείο. Στις παρυφές της αρμενικής συνοικίας είδαν πολλές αποδείξεις εμπρησμού. «Καθώς περπατούσαμε, παρατηρήσαμε άδεια δοχεία πετρελαίου και βενζίνης σκορπισμένα εδώ και εκεί και υγρό να τρέχει στους δρόμους», έγραψε ένας εξ αυτών. «Ήταν σίγουρα πετρέλαιο ή βενζίνη. Είδαμε Τούρκους στρατιώτες σε ένα αυτοκίνητο οι οποίοι, με τη βοήθεια μιας αντλίας, ψέκαζαν όλα τα σπίτια από τα οποία περνούσαν με αυτό το εύφλεκτο υγρό».

Μέχρι τις 2 το μεσημέρι, το μεγαλύτερο μέρος της αρμενικής συνοικίας είχε παραδοθεί στις φλόγες: οι εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου και της Αγίας Παρασκευής, το αρμενικό νοσοκομείο και εκατοντάδες σπίτια, καφενεία και καταστήματα. Η αρμενική συνοικία έπρεπε να έχει αντισταθεί περισσότερο στις φλόγες. Πολλά από τα κτίρια είχαν ξανακτιστεί στο τέλος του 19ου αιώνα και οι δρόμοι είχαν διαπλατυνθεί ώστε να μη μεταδίδεται η φωτιά από το ένα τετράγωνο στο άλλο. Όμως αυτό θα προστάτευε την περιοχή σε άλλες περιπτώσεις, όχι τώρα που τα σπίτια είχαν καταβρεχθεί με πετρέλαιο. «Οι φλόγες θέριευαν συνεχώς», έγραψε ο Οράν Ράμπερ, τουρίστας που είχε φθάσει στη Σμύρνη λίγες ημέρες νωρίτερα. Στα σύγχρονα χρονικά, δεν υπάρχει πιθανώς κάτι που να μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη». [SUΝDΑΥ ΤΙΜΕS]
Η τελευταία εικόνα της καιόμενης Σμύρνης  από τον George Horton, Αμερικανό Πρόξενο στη Σμύρνη
Η τελευταία εικόνα της άτυχης Σμύρνης χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη μου: τεράστια σύννεφα καπνού να ανεβαίνουν ψηλά, ως τον ουρανό, αμέτρητα πλήθη προσφύγων να συνωστίζονται στη στενή προκυμαία και ένας πάνοπλος και παντοδύναμος πολεμικός στόλος να παρακολουθεί αμέτοχος -από πολύ κοντά- όσα συνέβαιναν.
Όταν το αντιτορπιλικό μας απομακρύνθηκε και άρχισε να νυχτώνει, έβλεπα τις φλόγες να απλώνονται σε μια τεράστια έκταση και να γίνονται όλο και πιο έντονες, ασκώντας μια σατανική γοητεία. Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι λένε ότι μόνο ένα προηγούμενο υπάρχει σε βαρβαρότητα: η καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους.

Της Σμύρνης δεν της έλειψε καμιά από τις πρωτόγονες ωμότητες του ανθρώπινου πάθους που υποβιβάζει τον άνδρα σε επίπεδο κατώτερο και από του κτήνους. Σε όλη τη διάρκεια αυτού του δράματος, που ήταν διαβολικής συλλήψεως, οι Τούρκοι δε σταμάτησαν ούτε λεπτό το πλιάτσικο και τους βιασμούς. Θα μπορούσα να καταλάβω ακόμα και το βιασμό, μια που σχετίζεται με ένα ακατανίκητο ένστικτο και μάλιστα σε μια φάση που τα πάθη και τα μίση είναι τόσο έντονα και τη στιγμή που ο λαός ο οποίος ξεσπάει είναι χαμηλής νοημοσύνης και πολιτισμού.

Αλλά η καταλήστευση χριστιανών γυναικών και κοριτσιών δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε σε θρησκευτικό φανατισμό ούτε σε αχαλίνωτο ερωτικό πάθος. Ένα από τα πιο βασανιστικά αισθήματά μου εκείνες τις μέρες ήταν της ντροπής• ντρεπόμουν που ανήκα στο ανθρώπινο γένος. Στην καταστροφή της Σμύρνης πάντως συνέβη και κάτι που δεν είχε προηγούμενο ούτε στην περίπτωση της Καρχηδόνας. Εκεί δεν υπήρχε συνασπισμένος πολεμικός στόλος χριστιανών να παρακολουθεί αμέτοχα ένα δράμα που είχε προκληθεί από τις ομόθρησκες κυβερνήσεις του. Στην Καρχηδόνα δεν υπήρχαν αμερικανικά αντιτορπιλικά.

Οι Τούρκοι ικανοποιούσαν ελεύθερα όλες τις ζωώδεις ανάγκες τους για σφαγή, βιασμό και πλιάτσικο σε απόσταση βολής από τα συμμαχικά πολεμικά πλοία. Η συστηματική ουδετερότητα τους είχε δώσει, και πολύ ορθά όπως αποδείχθηκε, την εντύπωση ότι καμιά ∆ύναμη δε θα αναμειγνυόταν στα «εσωτερικά» τους. Οι Τούρκοι θα έρχονταν αμέσως στα συγκαλά τους αν έστω και δύο διοικητές του συμμαχικού στόλου έπαιρναν την πρωτοβουλία να ρίξουν άσφαιρα πυρά ή μια οβίδα χωρίς γόμωση προς τον τουρκικό τομέα.
Η εικόνα των πολεμικών πλοίων στο λιμάνι της Σμύρνης το σωτήριο έτος 1922, να παρακολουθούν σιωπηλά την τελευταία πράξη της τραγωδίας των χριστιανών της Τουρκίας, ήταν ίσως η πιο θλιβερή και πιο σημαντική απ’ όλες.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Τις πρώτες τρεις ημέρες της κατοχής οι λεηλασίες, οι βιαιότητες και οι φόνοι συνεχίστηκαν. Ήταν μια σφαγή με όλες τις συνακόλουθές της φρικαλεότητες, αλλά Τούρκοι φρουροί είχαν τοποθετηθεί σε όλες τις εισόδους της αρμενικής συνοικίας για να εμποδίσουν όσο ήταν δυνατόν τους Ευρωπαίους να μάθουν τι συνέβαινε. Την πρώτη ημέρα οι πρόξενοι των διάφορων ∆υνάμεων τρόμαξαν και διαμαρτυρήθηκαν στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν, που τους διαβεβαίωσε ότι η τάξη επρόκειτο να αποκατασταθεί. Αυτή η υπόσχεση τηρήθηκε σε γενικές γραμμές μέχρι την πυρκαγιά, όσον αφορά την ευρωπαϊκή συνοικία, αλλά στο μεταξύ απερίγραπτες σκηνές εκτυλίσσονταν στον ελληνικό και στον αρμενικό τομέα. Είναι αξιοσημείωτο ότι, όταν προτάθηκε στο γενικό πρόξενο της Γαλλίας να συνοδεύσει τους άλλους πρόξενους για να διαμαρτυρηθούν στον Νουρεντίν, εκείνος αρνήθηκε και αντιπρότεινε να πάνε όλοι μαζί και να συγχαρούν τον κυβερνήτη για την τουρκική νίκη. Η πρότασή του απορρίφθηκε.
Το Σάββατο το βράδυ σημειώθηκε η πρώτη καταστροφή αμερικανικής περιουσίας. Το σπίτι του δρα και της κυρίας Μπιρτζ, κοντά στο Αμερικανικό ∆ιεθνές Ινστιτούτο Αρρένων στον Παράδεισο, ένα προάστιο της Σμύρνης, λεηλατήθηκε άγρια αν και είχε αναρτημένη την αμερικανική σημαία. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλο αυτό τον καιρό στο ένα μέρος της πόλης ήξεραν πολύ λίγο τα όσα συνέβαιναν στο άλλο. Στο όλο πανόραμα μπορούσες μόνο να δεις φευγαλέα τι συνέβαινε εδώ κι εκεί. Το Σάββατο, η Κυριακή, η ∆ευτέρα και η Τρίτη αφιερώθηκαν στη λεηλασία της ελληνικής και της αρμενικής συνοικίας, στη σφαγή των κατοίκων τους και στις εναντίον τους βιαιοπραγίες. Όσο ήταν δυνατόν όμως αυτά αποκρύπτονταν, γιατί ο Κεμάλ παρίστανε στον κόσμο τον ηγέτη του «νέου τουρκικού πολιτισμού» και ήταν ουσιώδες γι’ αυτόν να διατηρηθεί τούτη η αυταπάτη. Την Κυριακή, ο ίδιος ο Κεμάλ μπήκε στην πόλη επευφημούμενος σαν «γαζί», δηλαδή κατακτητής.


Edward Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Άλλες μαρτυρίες λένε:
«Το Ιταλικό και Γαλλικό Προξενείο μοίρασαν σε πολλά άτομα ταυτότητες που πιστοποιούσαν τάχα πως ήταν Καθολικοί• μερικοί μπόρεσαν να σωθούν μ’ αυτό το τέχνασμα. Άλλοι όμως, παρά τις ταυτότητες, είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους χωροφύλακες που δεν αναγνώριζαν την ισχύ τους. Το Αμερικανικό Προξενείο έδειξε μεγάλη δραστηριότητα για τη σωτηρία των γυναικών και των παιδιών και διευκόλυνε την αναχώρησή τους».
Φαίνεται πως οι Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις δεν τόλμησαν να επέμβουν με δυναμικές ενέργειες που θα ήταν απαραίτητες, για να προστατευθούν αποτελεσματικά οι δύστυχοι εκείνοι άνθρωποι, που ήθελαν να δραπετεύσουν απ’ αυτή την κόλαση. Εκτός από τις ομάδες επιφυλακής, που φρουρούσαν τα προξενεία και τις εγκαταστάσεις στις οποίες κυμάτιζε κάποια εθνική σημαία, κατά τα άλλα περιορίζονταν στην τήρηση της τάξης κατά την επιβίβαση. Αφού δηλαδή οι πρόσφυγες είχαν περάσει από το ανακριτικό κόσκινο του τουρκικού στρατού και αφού τους είχαν ήδη κλέψει τα πάντα, τα κακόμοιρα αυτά ανθρώπινα ράκη αφήνονταν από τους βασανιστές τους, που σάρκαζαν τις καλές υπηρεσίες της επίσημης Ευρώπης.

Οι μόνοι που έβαλαν πάνω απ’ όλα την ανθρωπιά είναι οι Αμερικανοί οι οποίοι με απλούστατους και δραστικούς τρόπους επιβίβαζαν όλους όσοι έφθαναν μέχρι αυτούς, χωρίς να ζητάνε διαβατήρια ή ταυτότητες και χωρίς να νοιάζονται για τις διαμαρτυρίες των Τούρκων.
Εάν εξαρχής οι Σύμμαχοι που διέθεταν ιδιαίτερα ικανοποιητικές δυνάμεις πεζοναυτών γι’ αυτό το σκοπό, είχαν δημιουργήσει στην περιφέρεια της Πούντας, όπου είχε καταφύγει η πλειοψηφία των πληγέντων, έναν προστατευμένο καταυλισμό, οι Κεμαλικοί που παρά τη διαγωγή τους σέβονταν – ή τουλάχιστον σέβονταν μέχρι τότε – τις ∆υνάμεις, δε θα τολμούσαν να παραβιάσουν το φράγμα που θα είχε υψωθεί, και η τεράστια πλειοψηφία των Σμυρναίων κατά πάσα πιθανότητα θα είχε σωθεί.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν πρωτοβουλία και συνεννόηση. Θα λεχθεί πως μια τέτοια τακτική ισοδυναμούσε με επέμβαση στην ελληνοτουρκική διένεξη και πως η ουδετερότητα απαιτούσε να κρατηθεί στάση παθητικού θεατή.

Το σκεπτικό αυτό είναι πολιτικά, νομικά και ανθρωπιστικά λαθεμένο.
Από πολιτική πλευρά, καμία από τις εν λόγω δυνάμεις – μιλάω για την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία – δεν είχε υπογράψει ειρήνη με την Τουρκία και το σύμφωνο της Άγκυρας το επικαλούνταν πάντοτε εκείνοι που το σύναψαν, ως ρυθμιστική συνθήκη μιας συγκεκριμένης κατάστασης στην Κιλικία• μια συνθήκη που σέβονταν τη σύναψή της, για να υποδηλώσουν την επιθυμία μιας φιλικής διευθέτησης των υπόλοιπων δυσκολιών, αλλά δεν ισοδυναμούσε με καθεστώς ειρήνης.

Από νομική πλευρά, η προστασία του άμαχου πληθυσμού μιας κατειλημμένης πόλης προβλέπεται από το ∆ιεθνές ∆ίκαιο. Από ανθρωπιστική, τέλος, πλευρά, εφόσον τα ναυτικά αγήματα προστάτευαν τα νοσοκομεία των Καθολικών, χωρίς η ενέργεια αυτή να έχει αυστηρά επίσημο χαρακτήρα, το μέτρο θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλους όσοι αισθάνονταν ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο. Από τη στιγμή που οι Τούρκοι δεν αναγνώριζαν τη συνθηκολόγηση, οι εγκαταστάσεις μας, που παρείχαν άσυλο, δεν έχαιραν πλέον των προνομίων συνθηκολόγησης. Βρίσκονταν υπό την καθαρά θεωρητική προστασία της γαλλικής σημαίας την οποία ναυτικά αγήματα καθιστούσαν λίγο πιο αποτελεσματική. Μια δυναμική απόβαση υπό την ακαταμάχητη προστασία των κανονιών του στόλου θα ήταν ασφαλώς αποφασιστικής σημασίας.

Θα τελειώσουμε, παραθέτοντας την ιστορική πλευρά: Υπάρχει το προηγούμενο του Ναβαρίνου το 1827 και της Κρήτης το 1897, όταν οι ναύαρχοι, χωρίς να περιμένουν οδηγίες από τις κυβερνήσεις τους, έδρασαν με δική τους πρωτοβουλία και με τα γνωστά επιτυχή και καίρια αποτελέσματα.
Όταν πληροφορήθηκαν στη Μυτιλήνη οι πρώτοι πρόσφυγες (εννοώ εκείνους που δεν είδαν την πυρκαγιά) ότι ο Νουρεντίν πασάς δεν έδινε άλλη προθεσμία από αυτή των δεκαπέντε ημερών για την αναχώρηση των χριστιανών, η ανησυχία τους κορυφώθηκε. Η Επιτροπή των Σμυρναίων της Μυτιλήνης κατάφερε, εξαιτίας των περιορισμένων οικονομικών της δυνατοτήτων, να ναυλώσει μόνο τέσσερα ατμόπλοια τα οποία μετέφεραν στη Μυτιλήνη 12.000 γυναικόπαιδα περίπου, καθώς και κάποιο περιορισμένο αριθμό ηλικιωμένων ανδρών. Όταν τα τέσσερα πλοία που ήταν προηγουμένως στη Σμύρνη, δε θέλησαν να επιστρέψουν εκεί, και οι εκκλήσεις δεν εισακούστηκαν, ένας απεσταλμένος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και ο Οικουμενικός Πατριάρχης μπόρεσε να επιτύχει την παρέμβαση της Αγγλικής κυβέρνησης.

Πάνω από διακόσια ελληνικά ατμόπλοια με κατεβασμένες τις σημαίες τους εισήλθαν στο λιμάνι της Σμύρνης υπό την προστασία αγγλικών και αμερικανικών πολεμικών πλοίων. Τα πλοία αυτά πλεύρισαν την αποβάθρα της σιδηροδρομικής γραμμής Αϊδινίου – Πούντας, που χωρίζεται από τη στεριά με ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα. Αλλά, για να επιβιβαστούν οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά, έπρεπε να περάσουν από το κιγκλίδωμα αυτό του οποίου οι έξοδοι φυλάσσονταν από ένα στοίχο Τούρκων στρατιωτών και αξιωματικών. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, που αναγκάζονταν να διασχίσουν αυτό το στοίχο, ληστεύονταν από τους στρατιώτες. Τους έκαναν έρευνα επί τόπου και τους έκλεβαν κυνικά και με τον πιο κτηνώδη τρόπο όλα τους τα χρήματα και όλα τα αντικείμενα αξίας. Με τον ίδιο τρόπο οι Τούρκοι άρπαξαν διάφορα αντικείμενα που διασώθηκαν από την πυρκαγιά. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, έφταναν σε κατάσταση έσχατης ένδειας και επιβιβάζονταν, έχοντας αφήσει πίσω τους ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τα παιδιά τους, τους άνδρες, τα αδέλφια τους… στα χέρια των Τούρκων.

René Puaux, Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης

Ο όχλος λυντσάρει τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο
«Μια γαλλική περίπολος είκοσι ανδρών, την οποία συνόδευα μαζί με άλλους πολιτοφύλακες, ξεκίνησε αμέσως για τη μητρόπολη για να ζητήσει από το σεβασμιότατο Χρυσόστομο να καταφύγει στη Σακρέ Κερ ή στο γενικό προξενείο της Γαλλίας.

Ο σεβασμιότατος Χρυσόστομος απέρριψε αυτή την προσφορά. Ως ‘ποιμένας’, είπε, έπρεπε να παραμείνει κοντά στο ποίμνιό του. Η περίπολος είχε μόλις ξεκινήσει για να φύγει όταν μια άμαξα με έναν Τούρκο αξιωματικό και δύο στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη σταμάτησε στην είσοδο της μητρόπολης. Ο αξιωματικός προχώρησε ως το γραφείο του μητροπολίτη και του ζήτησε να τους ακολουθήσει ως το στρατιωτικό διοικητή, τον Νουρεντίν Πασά. Όταν τους είδα να παίρνουν μαζί τους το μητροπολίτη, συμβούλευσα την περίπολο να ακολουθήσει την άμαξα. Φτάσαμε στους Μεγάλους Στρατώνες, όπου ήταν η διαμονή του Νουρεντίν. Ο αξιωματικός οδήγησε το μητροπολίτη ενώπιον του τελευταίου. ∆έκα λεπτά αργότερα, ξανακατέβηκε κάτω. Την ίδια στιγμή, ο Νουρεντίν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του κτιρίου και, απευθυνόμενος στους 1.000-1.500 μουσουλμάνους που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία, δήλωσε ότι τους παραδίδει το μητροπολίτη και πρόσθεσε: ‘Αν σας έχει κάνει καλό, κάντε του καλό, αν έχει βλάψει, βλάψτε τον’.

Ο όχλος παρέλαβε τον σεβασμιότατο Χρυσόστομο και τον πήρε μαζί του. Λίγο πιο κάτω, μπροστά στο κουρείο ενός Ιταλού ευνοούμενού τους ονόματι Ισμαήλ, σταμάτησαν και έντυσαν το μητροπολίτη με την άσπρη ποδιά του κουρέα. Ύστερα άρχισαν να τον χτυπάνε με τις γροθιές τους και με ραβδιά και να τον φτύνουν στο πρόσωπο. Τον μαχαίρωσαν αμέτρητες φορές. Του ξερίζωσαν τα γένια, του έβγαλαν τα μάτια, του έκοψαν τη μύτη και τα αφτιά.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τη σκηνή ως εκείνη τη στιγμή. Οι άντρες ήταν εκτός εαυτού, έτρεμαν από αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν, αλλά, υπακούοντας στις διαταγές που είχε, ο αξιωματικός τους εμπόδισε να επέμβουν, απειλώντας τους με το περίστροφό του.

Ύστερα, χάσαμε το μητροπολίτη από τα μάτια μας. Του κατάφεραν το τελικό πλήγμα λίγο παρακάτω».








Δεν υπάρχουν σχόλια: