Social Icons

Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

Μαρία Κάλλας: Η θεϊκή φωνή πίσω από την ανθρώπινη τραγωδία

 


Γράφει η Χριστίνα Αλαμάνου

Ηταν 2 Δεκεμβρίου 1923, στο Flower Hospital του Μανχάταν όταν γεννήθηκε ένα κοριτσάκι μαλλιαρό αλλά και ασυνήθιστο εύσωμο. Ο Γιώργος Καλογερόπουλος ,παιδί αγροτικής οικογένειας, φαρμακοποιός από τον Μελιγαλά και η Ευαγγελία Δημητριάδη από τη Στυλίδα, κόρη στρατιωτικών,

δεν είχαν ξεπεράσει τον θάνατο του Βασίλη, του δεύτερου παιδιού τους . Η πρώτη αγκαλιά της Ευαγγελίας στην κόρη της άργησε ....έγινε τέσσερις ημέρες μετά τη γέννηση της μικρής Μαρίας.   


Τρία χρόνια μετά, στην ορθόδοξη ελληνική Μητρόπολη της Αγίας Τριάδας , στο Μανχάταν, δύο νονοί έδωσαν τέσσερα ονόματα στο μικρό κοριτσάκι: Σοφία – Καικιλία – Άννα-Μαρία.

Η Μαρία Κάλλας δεν ήταν απλώς μια σοπράνο. Είναι μια μοναδική μορφή της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας, που σηματοδότησε την τέχνη της όπερας με μια φωνή αξεπέραστη — αλλά και μια προσωπικότητα βαθιά τραγική. 

Πίσω από τη «La Divina», την «Θεϊκή» όπως την αποκαλούσαν, υπήρχε μια γυναίκα πληγωμένη από την οικογένεια, την αγάπη και την ίδια τη ζωή.






Αποτέλεσε τη γέφυρα ανάμεσα στην τεχνική και το πάθος, την άψογα ερμηνευμένη φράση και την εσωτερική ένταση. Η ψυχή της τραγουδίστριας, οι προσωπικές της αναμετρήσεις, οι αγώνες με τη δημόσια εικόνα, αλλά κυρίως οι μνημειώδεις ερμηνείες της, την καθιστούν διαχρονικό σύμβολο ομορφιάς, τόλμης και τραγωδίας.


Ένα παιδί χωρίς στοργή

Ο πατέρας της, Γιώργος Καλογερόπουλος, φαρμακοποιός, απομακρύνθηκε νωρίς από τη ζωή της λόγω του διαζυγίου με τη μητέρα της. Η Ευαγγελία, μια γυναίκα με σκληρό χαρακτήρα και φιλόδοξες διαθέσεις, είδε από νωρίς στη Μαρία το μέσο για να ζήσει μέσω αυτής τη δική της φιλοδοξία. 

Ποτέ δεν την προστάτευσε. Αντίθετα, τη χρησιμοποίησε σαν εργαλείο, σπρώχνοντας τη με αυταρχισμό στην επιτυχία.

Η σχέση τους δεν βασίστηκε ποτέ στη στοργή. Η Κάλλας ένιωθε ότι η μητέρα της την έβλεπε ως εργαλείο — όχι ως κόρη. Οι διαρκείς συγκρίσεις με την «αγαπημένη» αδελφή της, Τζάκι, τραυμάτισαν ανεξίτηλα την ψυχή της.

«Η μητέρα μου δεν με αγάπησε ποτέ. Αν δεν τραγουδούσα, δεν ήμουν τίποτα για εκείνη», φέρεται να είπε αργότερα.


Όταν απέκτησε φήμη, η μητέρα και η αδελφή άρχισαν να πουλούν στον Τύπο ιστορίες από την προσωπική της ζωή. Εκείνη διέκοψε κάθε επικοινωνία. Δεν πήγε ούτε στην κηδεία της μητέρας της. Η πικρία δεν ξεπεράστηκε ποτέ.

Σε ηλικία 13 χρονών φεύγουν από την Αμερική και μετακομίζουν μαζί με τη μητέρα της και την αδελφή της, στην Αθήνα στα Σεπόλια και στις αρχές του 1940 στην οδό Πατησίων 61. 

Η Ευαγγελία Δημητριάδη άρχισε γρήγορα να συλλέγει πληροφορίες για την Ωδεία. Το αρχαιότερο ήταν το Ωδείο Αθηνών με Διευθυντή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη όπου το τραγούδι δίδασκε η Ελβίρα ντε Χιντάλγκο η οποία την χαρακτήρισε ως «φαινόμενο»


Η λάμψη και το βάρος της δόξας

Η Κάλλας υπήρξε φωνητικό φαινόμενο. Σπούδασε κλασικό τραγούδι στην Αθήνα και πολύ σύντομα κατέκτησε τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης. 

Αυτή που αναβίωσε το bel canto, επανέφερε ρόλους ξεχασμένους και ανέβασε την πήχη της ερμηνείας με τη θεατρικότητα, τον πάθο και την τεχνική της δεξιοτεχνίας.


Και όμως — όσο ανέβαινε η καλλιτεχνική της πορεία, τόσο γκρεμιζόταν η προσωπική της ζωή. 

Πίσω από τη μεγαλοπρέπεια των ενδυμάτων της Όπερας, υπήρχε μια γυναίκα μόνη. 


Μια ύπαρξη που ποτέ δεν αγαπήθηκε όπως της άξιζε.

Η γεμάτη διακυμάνσεις προσωπική της ζωή και ο απαιτητικός χαρακτήρας της καλλιέργησαν το μύθο ενός ανθρώπου σκληρού με τους συνεργάτες του. 




Οι μαρτυρίες, όμως, ως τη γνώρισαν από κοντά σκιαγραφούν μια προσωπικότητα ευάλωτη με πολλές ευαισθησίες.

Η Αρχή της επαγγελματικής πορείας έγινε το 1941. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο της στο Βασιλικό Ωδείο Αθηνών με το έργο Boccaccio, ακολουθώντας τον ρόλο της Τοσκά (Puccini) .

Αναγνώριση στην Ιταλία



Το ταλέντο της ταχύτατα την οδήγησε στην Ιταλία, όπου με σπουδαίους μαέστρους, όπως ο Serafin, αναβίωσε ρόλους bel canto (Donizetti, Bellini, Rossini). 

Η ικανότητα της να συνδυάζει την τεχνική με ένταση και υποκριτικό βάθος την ανέδειξαν σε πρωταγωνίστρια σε σκηνές όπως η La Scala και η Covent Garden

Ο Leonard Bernstein τη χαρακτήρισε «Η Βίβλος της όπερας» και το βιογραφικό της αναγνωρίζεται ως σημείο αναφοράς . 







Παντρεύτηκε τον Giuseppe Meneghini (1949–1959) πριν ξεκινήσει μία παθιασμένη σχέση με τον Έλληνα εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση (1959–1968)




Ο Μενεγκίνι, γεννημένος τον Οκτώβριο του 1895, ήταν Ιταλός Επιχειρηματίας και κατασκευαστής τούβλων. Γνώρισε την Κάλλα το 1947, στην αρχή της καριέρας της, όταν εκείνη ερμήνευε την «Τζοκάντα» στο Verona Aerena στη Βερόνα. 

Εκείνη ήταν 23 ετών και εκείνος 51.

 



Ο Ωνάσης: Ένας έρωτας απόλυτος και καταστροφικός


Συναντήθηκαν για πρώτη φορά με τον Αριστοτέλη Ωνάση σε ένα πάρτι της Έλσας Μάξγουελ στη Βενετία τον Σεπτέμβριο 1957 στο Danieli Hotel.
Εκείνη ήταν ήδη θρύλος. 

Εκείνος, ο απόλυτος Έλληνας μεγιστάνας.

Ερωτεύτηκαν παράφορα. 

Της άρεσε πολύ αυτή η αίσθηση του χιούμορ του Ωνάση, ο οποίος τους προσκάλεσε αμέσως σε άλλη μία κρουαζιέρα. 




Η Μαρία Κάλλας δεν μπορούσε να πάει, γιατί έπρεπε να ακολουθήσει το πρόγραμμα των παραστασιών της. Λίγους μήνες μετά  η Μαρία Κάλλας είχε παράσταση στο Covent Garden στο Λονδίνο. 



Ο Α. Ωνάσης την επισκέφτηκε με μια αγκαλιά λουλούδια προγραμματίζοντας μάλιστα ένα υπέροχο μέρος προς την τιμή της, στο Dorchester Hotel. 




Την φλέρταρε. Σαμπάνιες λουλούδια και χρυσαφικά, όλα στα πόδια της. Προσπάθησε να την πείσει εκ νέου να πάνε άλλη μια κρουαζιέρα και τελικά η Μαρία συμφώνησε. 

Έτσι, δύο χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, έκαναν σχέση κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας, στη θαλαμηγό «Χριστίνα», με αφετηρία το Μόντε Κάρλο και προορισμό την Κωνσταντινούπολη. 

Στο τέλος της κρουαζιέρας και οι δύο άφησαν τους συζύγους τους και ξεκίνησαν έναν έρωτα που άφησε εποχή.

Η σχέση τους παθιασμένη, έντονη, αλλά και σκοτεινή. Έζησαν μαζί 9 χρόνια. 



Ο Ωνάσης την εγκατέλειψε το 1968 για να παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι. Η Κάλλας καταρρακώθηκε. Παρά τη δημόσια ταπείνωση, δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά. Η σχέση τους δεν έσβησε — συνέχιζαν να συναντιούνται μέχρι τον θάνατό του.


«Με πρόδωσε. με διέλυσε. Κι όμως... τον αγάπησα όσο κανέναν», έλεγε.

έγινε η μεγαλύτερη πληγή της ζωής της. Και ίσως, η αρχή του τέλους.

 


Η φωνή σίγησε — και μαζί της η ψυχή

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η άλλη εξαιρετική φωνή της σοπράνο άρχισε να κλονίζεται αισθητά. Οι εμφανίσεις της λιγόστευαν και μεγάλωναν λόγω των συχνών ακυρώσεων της. 

Αν και αποσύρθηκε επίσημα από τη σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Κάλλας επέστρεψε για λίγο στις εμφανίσεις της με τη Μητροπολιτική Όπερα, στα μέσα της δεκαετίας, επαναλαμβάνοντας τον ρόλο της στην Τόσκα στις 19 Μαρτίου 1965. 




Το κοινό αντέδρασε με μεγάλο ενθουσιασμό για την επιστροφή της, λαμβάνοντας επίσης επαίνους από τους κριτικούς. 


Η τελευταία της εμφάνιση στην όπερα ήταν σε μια άλλη παραγωγή της Τόσκα στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου στις 5 Ιουλίου 1965. 


Η Βασιλομήτωρ, η μητέρα της Βασιλίσσης Ελισάβετ βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό που παρακολούθησε την παράσταση. 


Κάποιοι έριξαν το φταίξιμο στη δραματική απώλεια βάρους. Άλλοι στην εξωθενωτική χρήση της φωνής της. Υπήρξαν και φήμες για ασθένεια. 


Σε κάθε περίπτωση, η Κάλλας άρχισε να αποσύρεται.



Τα τελευταία χρόνια της τα πέρασε μόνη, στο Παρίσι.

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Μαρία Κάλλας αγόρασε το πολυτελές σπίτι της στην οδό George Mandel κοντά στο Τροκαντερό, στην καρδιά του Παρισιού. 

Ήθελε να βρίσκεται κοντά στο αγαπημένο της εστιατόριο Maxim's όπου συνήθιζε να πηγαίνει με τον Αριστοτέλη Ωνάση, ένα τετράγωνο πιο μακριά από το δικό της διαμέρισμα, βρισκόταν το δικό του. 

Το διαμέρισμα αυτό πια ανήκει σε ένα Λιβανέζο Επιχειρηματία.

Χωρίς οικογένεια, χωρίς σκηνή. Μόνο με μερικούς πιστούς φίλους και τα σκυλιά της. 


Πέθανε σε ηλικία 53 ετών, Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 1977, από έμφραγμα μυοκαρδίου. 

Στο Αιγαίο, στις 3 Ιουνίου 1979, με μια σεμνή τελετή , ο υπουργός Πολιτισμού, ο Δημήτρης Νιανιάς άνοιξε την τεφροδόχο της και οι στάχτες της σκορπίστηκαν στο πέλαγος . Όμως εκείνη τη στιγμή ένας εκδικητικός αέρας φύσηξε την τέφρα της προς τα πρόσωπα – και μέσα στο στόμα ακόμα – μερικών συμμετεχόντων.


Η περιουσία της Κάλλας υπολογίστηκε τότε περίπου στα 12 εκατομμύρια δολάρια. Δεν ήταν μόνο μετρητά ή επενδύσεις. 



Περιλάμβανε ακίνητα, πολυτελή αντικείμενα, σπάνια κοσμήματα, προσωπικά ενθύμια, έπιπλα εποχής, χειρόγραφα, ηχογραφήσεις και έργα τέχνης. Η περιουσία μιας γυναίκας που είχε ζήσει με όρους μύθου και είχε πληρωθεί σαν θρύλος.

Η έλλειψη διαθήκης προκάλεσε έντονη διαμάχη. Ο πρώην σύζυγός της, Τζιοβάνι Μπαπτίστα Μενεγκίνι, με τον οποίο χωρίσει χρόνια πριν, αλλά δεν είχε λύσει επίσημα όλους τους οικονομικούς δεσμούς. 

Η μητέρα της, Ευαγγελία Καλογεροπούλου, με την οποία είχε αποξενωθεί. Και η, η Υακίνθη (γνωστή και ως Τζάκι), με την οποία οι σχέσεις τους είχαν υπάρξει αδελφές, αλλά ποτέ ανύπαρκτες.

Η υπόθεση κατέληξε στα δικαστήρια. Πολλά από τα αντικείμενά της βγήκαν σε πλειστηριασμό τα επόμενα χρόνια ενώ τα προσωπικά της είδη εκτίθενται σήμερα σε μουσεία ή κοσμούν ιδιωτικές συλλογές.


Ο μύθος δεν έσβησε ποτέ

Η Κάλλας άφησε πίσω της μια καλλιτεχνική παρακαταθήκη μοναδική. Οι ηχογραφήσεις της διδάσκονται. Οι ρόλοι της θεωρούνται ανυπέρβλητοι. Η ίδια έγινε σύμβολο — όχι μόνο της μουσικής, αλλά της γυναικείας ύπαρξης που πάλεψε με το πάθος, την προδοσία, την απόρριψη.








Η Μήδεια στη σκηνή και στη ζωή. Αληθινή. Παρακτική. Ανθρώπινη.

Και όπως όλοι οι μεγάλοι μύθοι — δεν πέθανε ποτέ.






 




Δεν υπάρχουν σχόλια: