Social Icons

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Παραμύθια για μικρούς και μεγάλους: Mια φορά, τα τρία γουρουνάκια …




Γράφει η Χριστίνα Αλαμάνου, 

Χιλιόμετρα έκανε πάλι σήμερα. 

Τώρα που κοιτούσε τα πόδια της,  πρόσεξε τα τακούνια της που είχαν λασπωθεί. Τα σταύρωσε χαμηλά, οι αστράγαλοι είχαν μουσκέψει από τα γλειψίματα της παιχνιδιάρας Τζίλντα που έπαιζε με το δώρο της , ένα πλαστικό κίτρινο μπαλάκι σε σχήμα νάρκης.  

Η Δανάη είχε αποκτήσει πρώτη ένα ολόιδιο σαν τη Τζίλντα. Ήταν ράτσας Σιχ Τζού και το είχε βαφτίσει Ντράγκον. Είχε πιστέψει το παραμυθάκι που ακολουθούσε μαζί με το σκύλο που έλεγε ότι ένας απόγονος  των ιερών σκύλων των μονών του Θιβέτ, έδιωχνε τα κακά πνεύματα. ‘’Τα κακά πνεύματα από τους καλούς ανθρώπους και τα καλά πνεύματα από τους κακούς ανθρώπους,’’ σκέφτηκε θυμωμένη η Έμμα πετώντας ξανά το μπαλάκι στη Τζίλντα. 


Η Μυρτώ ζήλεψε, δεν ήταν πρώτη φορά άλλωστε.  Γύρισε όλα τα pet shop της χώρας μέχρι να βρει τη Τζίλντα, όχι γιατί αγαπούσε τα ζώα αλλά γιατί ποθούσε να έχει ό,τι μοναδικό κυκλοφορεί πάνω στη γη, από αυτοκίνητα και κοσμήματα μέχρι ζώα και άνδρες. 

Και η Έμμα , αν της πουλούσε ένα αγγούρι μαζί με τα σουφλέ, λέγοντάς  της  ότι  κάποτε το συγκεκριμένο το είχε γλείψει η Μαρία Αντουανέτα, θα της έπαιρνε τόσα λεφτά όσα τα χρόνια που μεσολάβησαν από την Γαλλική επανάσταση έως σήμερα. 

Ένα καθαρό βοριαδάκι εισχώρησε μέσα στο σαλόνι από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες σκορπώντας τις μυρωδιές της άνοιξης.  Η Έμμα βούλιαξε μες τις γαλάζιες μαξιλάρες του λευκού καναπέ, χαϊδεύοντας αμίλητη τα χρυσά σιρίτια. Τα πολύχρωμα και αρωματικά κεριά ήταν στολισμένα πάνω στο τραπέζι του καθιστικού της οικοδέσποινας. Σπάνιες πρώτες ύλες έσμιξαν για να ξεπηδήσουν μυρωδιές από τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα του Μαρόκου, τη Βανίλια Ταϊτής , του Ινδικού γιασεμιού και του σανταλόξυλου.  Χάιδεψε τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά της και η μυρωδιά της κανέλλας μπερδεύτηκε γλυκά με τις άλλες μυρωδιές. Το ατίθασο στήθος ξεπηδούσε μέσα από το βαθύ ντεκολτέ και τα σαρκώδη χείλη της κοκκίνιζαν σαν τα βύσσινα σε κάθε δάγκωμα της.  

Η Έμμα είχε κέφια σήμερα. Οι ανάλαφρες κινήσεις της άφηναν σκόπιμα  εκτεθειμένα σημεία του κορμιού της που είχε επιμεληθεί το νυστέρι του πλαστικού χειρουργού, τραβώντας το ζηλιάρικο βλέμμα της Μυρτώ, αυτής που γεννήθηκε με καρφωμένη την ειρωνεία στο μάτι.  
Η Έμμα αναστέναξε , στα παλιά της τα παπούτσια, και τώρα είχε και πολλά.  
Είναι σίγουρη πια  για τον εαυτό της και η χαρά της μεγάλωνε μαζί με τις πληγές που άνοιγε και άφηνε πίσω της.  

Δε πάει να γκρεμιστεί το σύμπαν. Η Έμμα θα κάνει ό,τι έχει σχεδιάσει. Κάποτε ήταν κυρία και της φέρθηκαν σαν τσούλα. Τώρα είναι τσούλα και της φέρονται σαν κυρία.  
-         Το πάν είναι ο ρόλος σου στην κοινωνία κουκλίτσα μου, της είχε πει ένα σούρουπο μια γυναίκα που στεκόταν όρθια έξω από μια εκκλησία καπνίζοντας ακριβά πουράκια,  και πριν περάσει μια μαύρη λιμουζίνα να την πάρει , της πέταξε το επόμενο:
-         Και η Βασίλισσα το βράδυ, πίπα παίρνει  στον Βασιλιά αλλά το πρωί την προσκυνάει ένα έθνος ολόκληρο. Μαστίγιο και πουτανιά θέλουν οι θρόνοι. 

Η Έμμα όμως δεν ονειρεύτηκε ποτέ  να καθίσει σε κάποιο θρόνο. 

Σαφώς και τα σκαλοπάτια της εκκλησίας δεν ήταν βολικά, όμως δεν είχε απολύτως κανένα σχέδιο στο μυαλό της μέχρι εκείνο το βράδυ που της μίλησε εκείνη η γυναίκα. Ότι εξοικονομούσε από τα κεριά και τα καρβουνάκια της έφθαναν μόνο για το ενοίκιο και τις βρεφικές κρέμες της κόρης της. Ευτυχώς που της έφερνε ένα πιάτο ζεστό φαγητό η κα Γεωργία αλλιώς θα είχε ψοφήσει της πείνας και έτσι αδύνατη που ήταν δεν ήταν και δύσκολο να την μπερδέψεις με ακτινογραφία. 

Μιζέρια και πάλι μιζέρια. 

Εκείνο το βράδυ συγκέντρωνε την πραμάτεια της μέσα στην κούτα  για  να φύγει καθώς σκεφτόταν ξανά και ξανά αυτό που λίγο πριν της είχε πει η άγνωστη γυναίκα. Μάζεψε τα μαλλιά της επάνω και έβαλε το μαντήλι της γυρίζοντας τις άκρες του γύρω από το λαιμό της. 

- Έλα δώσε της τα ψιλά που πήραμε ρέστα…Μη τα έχεις στις τσέπες σου, δεν είναι κομψό.. φώναξε μια γυναικεία φωνή σχεδόν μέσα στα αυτιά της. 

Η Εμμα κατέβασε το μαντήλι κοντά στα μάτια της τραβώντας απότομα τις άκρες μέχρι τα χείλη της. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή. 

- Κοίτα τη μωρέ… είναι κρίμα η γυναικούλα…συμπλήρωσε καθώς ένα ζευγάρι ανδρικά χέρια της άφησαν μέσα στο άδειο κουτί του μικρού της πάγκου μια χούφτα από κέρματα. 

Η Έμμα έσκυψε και άλλο το κεφάλι της. Ο άνδρας τη καλησπέρισε. Η Έμμα κούνησε νευρικά πάνω κάτω αποφεύγοντας να μιλήσει. Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά της . Είδε τα πόδια του και το μισό βήμα του προς το μέρος της. Η γυναίκα τον τράβηξε γρήγορα πίσω. 

- Έλα Στέφανε…θα αργήσουμε του είπε και εκείνος την ακολούθησε.
Το ταξίδι της το είχε κάνει. Βούλιαξε σε άγνωστες θάλασσες, χάθηκε μέσα σε ωκεανούς όμως πολέμησε στα αληθινά και όχι στα παραμύθια. 

Παραμύθια της λέγανε για τα ταξίδια. Το σιρόπι κρύβεται στην Ιθάκη.  Τώρα είχε έρθει η ώρα να δέσει. Από εδώ και πέρα απλά θα απολαύανε τον κυματισμό και με το πόδι έξω από τη βάρκα θα πατούσε όποτε ήθελε στην ακρογιαλιά. 

Ο κουραστικός μονόλογος για το πρόσφατο ταξίδι της Ζωής στο Παρίσι με το μικρό γιο της και βαφτισιμιό της Μυρτώ, της είχε προκαλέσει έναν ελαφρύ πονοκέφαλο. Ήθελε επειγόντως να τη σταματήσει και να αναπνεύσει καθαρό αέρα. 

Θα μπορούσε να της πει να το βουλώσει.
Επίσης, θα μπορούσε να τη  χαστουκίσει.
Ίσως και να την έσπαγε στο ξύλο,  κερνώντας την μπουνιές και κλωτσιές.
Μπορούσε πάλι να χώσει τα δάχτυλα στα μάτια της, να της τα βγάλει και έπειτα να τα της δώσει να τα φάει.  

Κάποτε, η  Μυρτώ, η Δανάη και η Ζωή,  ήταν φίλες της. 

Οι καλύτερες φίλες που είχε. 

Γεννηθήκαν στο ίδιο χωριό, την ίδια ημέρα,  με μια ώρα διαφορά η κάθε μια τους. Την ημέρα που γεννηθήκαν, το δάσος είχε πιάσει φωτιά. 

Δηλαδή, το σύμπαν συνωμότησε. 

Οι γυναίκες ταραγμένες κλειδαμπάρωναν πόρτες και παράθυρα. Τα καφενεία της πλατείας άδειασαν. Οι άνδρες ρίχτηκαν στη μάχη με τις φλόγες.  Μαύρες σκιές  κάλπαζαν στον ουρανό. Τα αποκαΐδια έστεκαν σκαρφαλωμένα στα κεραμίδια των σπιτιών και ο αέρας μύριζε καμένη σάρκα. 


Μετά έπιασε βροχή που κράτησε πέντε ώρες παρασύροντας τόνους λάσπης μέχρι τις όχθες του μεγάλου ποταμού.  Έριξε τόσο νερό που η φωτιά έσβησε και η μαμή ανεβασμένη σε ένα μουλάρι με μια ομπρέλα στο χέρι, πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο για να ξεγεννήσει τις μάνες.

Σήμερα η Μυρτώ έκλεινε δέκα χρόνια γάμου με τον Στέφανο, χειρουργός γυναικολόγος από τους καλύτερους. Παιδιά δεν είχαν αλλά η Μυρτώ δεν έχει σταματήσει  να ελπίζει ότι  κάποτε θα γίνει μητέρα. 

Η Έμμα πήρε το φάκελο από τα χέρια της και τον άνοιξε αμέσως. Τράβηξε από μέσα τα λεφτά. Με μια ματιά μπορούσε να τα μετρήσει. 

Η Μυρτώ δε θα καταδεχόταν ποτέ να τη κλέψει. 

Πλήρωνε πάντα και με το παραπάνω τις υπηρεσίες που της πρόσφεραν ‘’Τα τρία γουρουνάκια’’  
Η Έμμα έπαιζε την επιχείρηση στα δάχτυλα και όλα περνούσαν από τα χέρια της. Χαράματα έφτανε στη δουλειά και έφευγε πάντα τελευταία μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Η ίδια μιλούσε με τους πελάτες, τους δεχόταν στο γραφείο της, επισκεπτόταν τα σπίτια τους ή τον επαγγελματικό τους χώρο, έφτιαχνε τα μενού και έμπαινε στη κουζίνα σηκώνοντας τα μανίκια παρουσία και των δύο ακριβοπληρωμένων σεφ που είχε στην επιχείρηση της.  Το πελατολόγιο της περιελάμβανε από τα συνοικιακά σπίτια των δυτικών προαστίων  μέχρι πολιτικούς και αρχηγούς κρατών.
Πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτιόντουσαν από ποιο κολλέγιο είχε αποφοιτήσει,  τι σπουδές είχε κάνει αυτό το κορίτσι και άλλοι πάλι μιλούσαν με βεβαιότητα ότι ήταν κάτοχος ντοκτορά στα οικονομικά και ανώτερες σπουδές στην γαστρονομία, ενώ έπαιρναν όρκο ότι συνεντεύξεις της είχαν δημοσιευθεί σε περιοδικά ξένου τύπου. 


Ως μια κοσμοπολίτισσα δεχόταν προσκλήσεις για πάρτι ενώ ταξίδευε συχνά σε Νέα Υόρκη,  Παρίσι και Μιλάνο για να αγοράσει ρούχα, παπούτσια και αρώματα, κουβαλώντας στις βαλίτσες νέες τάσεις, υφάσματα για ντεκόρ και τραπεζομάντιλα  και σπάνια υλικά  για πλουσιότερες και πιο εκλεπτυσμένες γεύσεις.  

Η αλήθεια είναι ότι η Έμμα πριν από λίγα χρόνια τύλιγε σουβλάκια σε ένα συνοικιακό σουβλατζίδικο στη πλατεία Βάθης, ενώ μέρα παρά μέρα πουλούσε κεριά, καρβουνάκια και χαρτομάντιλα έξω από τις εκκλησίες. Στη πορεία άρχισε να φτιάχνει μόνη της αρωματικά κεριά υπολογίζοντας το κόστος των υλικών. Το καθαρό κέρδος από τις πωλήσεις της , αποταμιευόταν σε ένα κόκκινο πουγκί  που το έκρυβε επιμελώς μέσα στο κουβά που πετούσαν τα κωλόχαρτα.
Ζούσε μέσα σε μια κάμαρα είκοσι τετραγωνικών. Εκεί μέσα  στοίβαξε  μισή ντουζίνα κατσαρόλες κρεμασμένες πάνω από μια παλιά κουζίνα δίπλα σε ένα ψυγείο που έτριζε,  δανεικό από τη Γεωργία τη μοδίστρα που έραβε ρουχαλάκια για τη Στέφη, τη κόρη της. 

Το πιο μεγάλο έπιπλο που είχε σπίτι της ήταν ένα ξύλινος πάγκος. Εκεί υπήρχαν αραδιασμένα τα σύνεργα της, παραφίνη , ντενεκεδάκια , λευκά φυτίλια, βότανα και μπαχαρικά που χρησίμευαν στο να δίνουν μυρωδιές στα κεριά της. 

Λίγο μετά η επιχείρηση οργανώθηκε καλύτερα. 

Έστηνε πάνω σε μια χαρτόκουτα την πραμάτεια της πηγαίνοντας στις Λαϊκές αγορές και στα παζάρια. Τα περισσότερα κεριά τα έστελνε στο μοναστήρι του χωριού. Οι μοναχές τα παράγγελναν και έπειτα τα πουλούσαν στις γιορτές της Μονής. Έτσι ζούσε τον πρώτο καιρό και συντηρούσε τη κόρη της. Από εκεί εξοικονόμησε ένα μικρό κεφάλαιο για την επιχείρηση που την ονόμασε <<Τα τρία γουρουνάκια>>.

Άρχισε δειλά- δειλά να φτιάχνει τις συνταγές της μάνας. Μπουρέκια και τυροπιτάκια τηγανίζονταν σε ένα καμένο και στραβό τηγάνι. Έψηνε τα πινερλί και τα πιροσκί σε ένα φούρνο που για να πάρει μπροστά του έδινε κλοτσιές. Τάιζε τη μικρή της με χυλό από το περισσευούμενο  ριζάλευρο και γάλα . Γέμιζε τα ταψιά, έψηνε τα ορεκτικά και έπειτα τα σφράγιζε  μέσα σε ροζ χάρτινα κουτιά. 

Από το ένα χέρι κρατούσε την κόρη της αγκαλιά  και από το άλλο γέμιζε  ώμο και πλάτη με τσάντες για να μοιράσει τις παραγγελίες . 

Φορτωνόταν σαν μουλάρα και ξεκινούσε τον αγώνα.  

Χτυπούσε τα κουδούνια φοβισμένη μήπως οι πόρτες δεν άνοιγαν.  Άδειαζε τα ορεκτικά στις πιατέλες και έπαιρνε τα λεφτά.  Άφηνε ένα κερί για δώρο και εκεί τελείωνε η δουλειά της. 
Δούλεψε σκληρά για έξι - εφτά χρόνια. Ούτε τη μέρα γνώριζε, ούτε τη νύχτα. Γιορτές και αργίες δεν προλάβαινε να πάρει ούτε  ανάσα. 

Πίσω όμως δε κοιτούσε. 

Αυτό που έβλεπε ήταν η επιβίωση και το χαμόγελο στα χειλάκια της κόρης της που όταν άρχισε να κοινωνικοποιείται ρωτούσε για το που βρίσκεται ο πατέρας της. Μόνο αυτές οι μέρες να μην ερχόντουσαν γιατί ήταν μαχαιριές στα σωθικά.

Η Μυρτώ σηκώθηκε από τον καναπέ. Ξεμάκρυνε συνομιλώντας βιαστικά στο τηλέφωνο. Της έκανε νόημα να τη περιμένει και η Έμμα ανταπόδωσε με ένα ελαφρύ χαμόγελο που ζωγραφίστηκε με δυσκολία στα χείλη της. 

Φυσικά και θα τη περίμενε την γουρούνα. 

Περπάτησε προσεκτικά πάνω στις γαλάζιες γόβες. Τα βήματα της την οδήγησαν στον κήπο. Το λουλουδάτο φόρεμα της ανέμισε ανέμελα στο φύσημα του ανέμου. Έστρεψε το κεφάλι της αριστερά γοητευμένη από τα χρώματα των λουλουδιών που ήταν φυτεμένα μέσα στα πέτρινα παρτέρια.  

Ο αέρας σκόρπισε τη μυρωδιά των ανθισμένων ρόδων. Ρούφηξε τη μυρωδιά τους και έπειτα ξεφύσησε δυνατά.
Πέταξε μακριά τις γόβες. Τα γυμνά της πόδια πάτησαν πάνω στο φρέσκο γρασίδι και ο πονοκέφαλος της φάνηκε να υποχωρεί.  

Δύο χρόνια μπαινόβγαινε εδώ μέσα και κάθε φορά ανακάλυπτε ένα καινούργιο κρυμμένο θησαυρό.  Της άρεσε πολύ αυτό το σπίτι. Το αγάπησε με τη πρώτη ματιά καταβαίνοντας τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της πίσω πόρτας που οδηγούσαν σε ένα κρεμασμένο κήπο πάνω από τη θάλασσα. 

Πριν λίγο καιρό αυτός ο κήπος απέκτησε κερασιές. 

Όμορφες, σπάνιες ανθισμένες κερασιές με δυνατούς κορμούς και απλωμένα γεμάτα κλαδιά. Σαν αυτές που συνάντησαν στο Κιότο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στην Ιαπωνία. Ήπιαν τσάι γιασεμιού, οι γκέισες τους φόρεσαν μεταξένια κιμονό και το πρώτο όμορφο απόγευμα περπάτησαν πάνω σε ξύλινες παραμυθένιες γέφυρες που ένωναν γαλαζοπράσινες λίμνες γεμάτες με νούφαρα. Φιλήθηκαν κάτω από τα ροζ  άνθη της κερασιάς που έπεφταν σαν χιόνι πάνω από στα μαλλιά τους και εκείνος έδωσε υπόσχεση να την φιλήσει και πάλι κάτω από τα ίδια δένδρα.  Τις σπάνιες κερασιές τις πήρε μαζί της φεύγοντας,  ζωγραφισμένες πάνω σε υφάσματα και πορσελάνες και εκείνος για πρώτη φορά κράτησε την υπόσχεση του . Φύτεψε δέκα κερασιές μέσα στον κήπο, όσες και ημέρες που πέρασαν μαζί,  ξοδεύοντας ένα κάρο από λεφτά για την ειδική παραγγελία που ήρθε από την Ιαπωνία.   

Μέσα στο σπίτι οι σκορπισμένες μυρωδιές της άνοιξης μπερδεύονταν με τα αρώματα των γλυκών. Φρέσκο βούτυρο γάλακτος, χάιδευε την όσφρηση. Άγριες κόκκινες φράουλες και βατόμουρα γυάλιζαν σαν σμιλευμένα  ρουμπίνια πάνω σε ένα σύννεφο λευκής μεταξένιας κρέμας. Σοκολατένια φοντάν είχαν την τιμητική τους πασπαλισμένα με πικραμύγδαλο, Αγγλική μέντα και εξαιρετικής ποιότητας τριμμένη καρύδα έστεκαν στη άκρη κοντά στους ζεστούς λουκουμάδες που είχαν βουτηχτεί  σε μια θάλασσα πικρής σοκολάτας.

Έπιασε το φλιτζάνι για να τη σερβίρει και η τσαγιέρα στο χέρι της έτρεμε από το βάρος του καυτού νερού. Η Μυρτώ παρατήρησε ότι τα ζωγραφισμένα ροζ άνθη πάνω στη πορσελάνη ήταν ίδια με το ντεσέν του φορέματος της γυναίκας που καθόταν απέναντι της.  

Το καυτό νερό κύλησε μέσα στη κούπα της θολώνοντας τα τζάμια  των γυαλιών της εξαφανίζοντας για λίγο τα πράσινα μάτια της που παρακολουθούσαν τα πάντα.  

Ένα μουδιασμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. 

Τράβηξε διακριτικά το μακρύ μανίκι του πουκαμίσου της ισιώνοντας  τη πλάτη της στη καρέκλα. Το πρόσωπό της ήταν τόσο ενυδατωμένο που η Έμμα μπορούσε να διακρίνει στο κούτελο της τα χτενισμένα της μαλλιά.  Η Μυρτώ έβγαλε τα γυαλιά της και τα κράτησε στο χέρι με προσοχή. Έπειτα σηκώνοντας το φρύδι έριξε μια φευγαλέα ματιά στα γυμνά και ξυπόλυτα πόδια της Έμμα. Έλεγξε στα πεταχτά τις δικές της γάμπες που προστατεύονταν από ένα μπεζ φιλέ και τα χείλη της τραβήχτηκαν δεξιά και έπειτα αριστερά ενώ ένας μικρός ξερόβηχας της έδωσε την ώθηση για να ξεκινήσει τη κουβέντα της.  

Ο τρόπος που μιλούσε και φερόταν είναι το καλύτερο παράδειγμα γυναίκας προς μίμηση.  Η λεπτή φωνή , η ευγένεια των τρόπων της και η διακριτική στάση που έπαιρνε σε κάθε θέμα, μπορούσαν να πείσουν τον καθένα πως μια τέτοια γυναίκα είναι καλόκαρδη και μόνο καλές συμβουλές μπορούσε να δώσει.  

Την Έμμα όμως δεν την έπειθε. 

Ρούφηξε στα γρήγορα δύο γουλιές επιστρέφοντας το φλιτζάνι στο τραπέζι. Την ενημέρωσε ότι είχε πιέσει αρκετά τους συνεργάτες της αλλά μια γκάμα από πλούσια ορεκτικά θα κατέφθανε σε λιγότερο από μια ώρα συμπληρώνοντας το ήδη βασιλικό μενού για τους επώνυμους και λαμπερούς καλεσμένους της βραδιάς. 

Τερίν με μαυροδάφνη, Ρώσικο χαβιάρι, πατέ πουλερικών, χωριάτικες πίτες και τάρτες μανιταριών θα έφερναν επιφωνήματα έκπληξης,  σε γλώσσες που κανονικά έπρεπε να κοπούν από τη ρίζα.  

Να κοπούν και να καούν , όπως είχε καεί η δική της ζωή. 

Τράβηξε μέσα από τη τσάντα της το δώρο της επιχείρησης προς την οικοδέσποινα. Ένα μεγάλο κυλινδρικό ροζ κερί με κόκκινα ανθάκια βρήκε τη θέση του πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στα άλλα κεριά. 

-         Πόσο όμορφο! Για να δω πως μυρίζει… είπε πιάνοντας το κερί.
-         Κεράσι… Της απάντησε η Έμμα δίνοντας στο χέρι  διπλωμένη την απόδειξη με τυπωμένη τη μακέτα της επιχείρησης ‘’ Τα τρία γουρουνάκια’’ και φόρεσε τις γαλάζιες γόβες.
Τότε στο χωριό, η μπόχα στο χοιροστάσιο του πατέρα την έφερνε σε κατάσταση λιποθυμιάς. Οι στιγμές περνούσαν και εκείνη βάλτωνε μέσα στη λάσπη και στη βρωμιά. 

Καυτές εκκενώσεις  γουρουνιών ανακατεμένες με σαπισμένα λαχανικά είναι η χειρότερη μυρωδιά πάνω στη γη. Με όσους τόνους νερού και αν πολεμούσε καθημερινά να τα καθαρίσει,  τα γουρούνια σα γουρούνια βρωμούσαν πάντα.  

Κυλιόταν ανάμεσά τους προστατευμένη από πλαστικές σακούλες,  ένα γιγάντιο προφυλακτικό πανέτοιμο να χωθεί στο κώλο του όποιου χοίρου προκειμένου να περάσει καλά την ημέρα του.
Η κούραση έφερνε τον εκνευρισμό και όταν δεν την έβλεπε ο πατέρας οι κλοτσιές έπεφταν σύννεφο στις κοιλιές τους. Έτσι περνούσαν οι μέρες της. Ούτε με ζωγραφική ούτε με παιχνίδι ούτε καν με το απαραίτητο διάβασμα για το σχολείο. 

Μια φορά το χρόνο, ο πατέρας πήγαινε στη πόλη για να αγοράσει μικρά αρσενικά για να τα ζευγαρώσει με τις ΄΄σκρόφες΄΄ όπως ονομαζόταν η ράτσα των γουρουνιών. 

Η Εμμα ξενυχτούσε μέσα στο χοιροστάσιο για να καταγράψει τα πηδήματα των γουρουνιών και η βρομιά την ανάγκαζε να σκορπίζει εδώ και εκεί μικρές λιμνούλες από τον εμετό της,  που όπως ανακάλυπτε στη πορεία ήταν ένας νόστιμος μεζές για τα γουρούνια.  

Όταν οι σκρόφες ήταν έτοιμες να γεννήσουν, τότε ο πατέρας ευνούχιζε τα αρσενικά για να παχύνουν γρήγορα. Την ανέβαζε πάνω σε μια καρέκλα και της ζητούσε να κρατάει το γουρούνι από τα πόδια. Τα χέρια της λύγιζαν και η μέση της δεν μπορούσε να κρατήσει το βάρος.
Δε τα κατάφερνε.  Συνήθως έπεφτε στο έδαφος αγκαλιά με το γουρούνι, γλιστρώντας πάνω στους κομμένους όρχεις και στη σκορπισμένη γαλαζόπετρα.
Το βράδυ γιόρταζαν τον ευνουχισμό και το σπίτι γέμιζε με κόσμο.  Η μάνα άναβε το γκάζι και τηγάνιζε τα κομμένα γενετικά όργανα  των γουρουνιών φιλεύοντας όλους τους φίλους του πατέρα στο χωριό.  

Οι Κυριακές ήταν πάντα διαφορετικές και ιδιαίτερα όμορφες.
Μύριζαν άρτο στο μοναστήρι της Παναγιάς. Πριν χαράξει ακόμα ανέβαινε στο λόφο μαζί με τις υπόλοιπες. Η Ηγουμένη τους είχε αναθέσει από μια εργασία που μέχρι το τέλος της ημέρας θα έπρεπε να την είχαν ολοκληρώσει. 

Από νωρίς το πρωί, κατέβαζε και ανέβαζε τα καντηλέρια γεμίζοντας τα με λάδι, το καλύτερο της χρονιάς. Γυάλιζε τα μπρούτζινα λιβανιστήρια και έριχνε μοσχομυρωδάτα λιβάνια έτοιμα να καούν στην επόμενη λειτουργία. 

Έπλαθε προσεχτικά κομμάτια από λινάρι αναμειγμένο με καθαρό κερί φτιάχνοντας μακριά φυτίλια. Μόνο εκείνη τα κατάφερνε καλά και η Ηγουμένη την προτιμούσε.  
Καθώς έφευγε η ημέρα οι ύμνοι πλήθαιναν φανερώνοντας τη δύναμη της ψυχής που κρυβόταν πίσω από κάθε μαυροφορεμένη σκιά.  Πρώτη η μυρωδιά από τα νυχτολούλουδα τους προειδοποιούσε ότι ο ήλιος θα έγερνε. Οι γλυκές γεύσεις από τα κεράσματα με μέλι θάμπωναν και ζάλιζαν τις αισθήσεις. Ο εσπερινός τις έβρισκε καθισμένες γύρω από τον ασπρισμένο περίβολο, να μασάνε άρτο και ζυμωτό ψωμί βουτηγμένο σε λάδι και από εκεί επάνω αγναντεύανε το μικρό και ταπεινό χωριό τους.
Η Έμμα έφυγε από το χωριό για να γλιτώσει από τα γουρούνια που την είχαν στοιχειώσει.  Γλίστρησε από μια ζωή που της έστρωσαν χωρίς να τη ρωτήσουν αν άντεχε τη μπόχα και το αίμα. 
Ξέστρωσε , χτυπώντας τη πόρτα πίσω της.
Μια ξαφνική εγκυμοσύνη έκλεισε για πάντα τους λογαριασμούς με τη καρδιά και το χωριό.
Κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγει.  
Η Μυρτώ της δήλωσε το πόσο ευχαριστημένη είναι από τις υπηρεσίες της τονίζοντας ότι δε θα μπορούσε να το ξεχάσει ποτέ.  
Και η η Έμα δεν είχε ξεχάσει.
Κουλουριάστηκε στο κάθισμα του ταξί κοιτώντας απ΄έξω.
Ένας σίφουνας από σκόνη σηκώθηκε,  τρέχοντας σαν το διάβολο,  στριφογύριζε τους ντενεκέδες σηκώνοντας ζακέτες και καπέλα  περαστικών.
Το ταξί έτρεχε στους δρόμους.
Στον Στέφανο δεν άρεσε να περιμένει.
Ήξερε καλά τι θα ακολουθούσε τις επόμενες ώρες.  Δεν θα την άφηνε ούτε ανάσα να πάρει.  Θα τη φιλούσε με πάθος ρίχνοντας τη μέσα στην αγκαλιά του, όπως τότε , στο περιβόλι του πατέρα του που φιλώντας τα φρεσκοξυρισμένα μαγουλά του αισθάνθηκε τη μυρωδιά του πεύκου να καρφώνεται στη καρδιά της.
Ήταν τότε που ένιωσε τη πρώτη βαθιά ερωτική ανάσα και το δυνατό του σπέρμα έτρεξε καυτό μέσα στο κόλπο της.  Η μήτρα της το καλοδέχτηκε και μια ψυχή χώρεσε μέσα στη κοιλιά της. Μια ψυχή που απαρνήθηκε λίγο καιρό μετά και η Έμμα σταμάτησε να μιλάει για τρεις μήνες από το νευρικό κλονισμό που υπέστη.
Τρείς μήνες κάθε βράδυ έβλεπε τον ίδιο εφιάλτη. 
 
Ένα γουρούνι τη πηδούσε και εκείνη γεννούσε γουρουνάκια μέσα στο χοιροστάσιο.
Τώρα πλέον είχε την αφοσίωση του, τη φροντίδα του, την κατά ομολογία αγάπη του και το παιδί τους. Το πάθος του τον έκανε ατρόμητο, έτοιμο να ριχτεί στη φωτιά για έναν έρωτα που μέτρησε με καθυστέρηση.  

Δε πίστευε λέξη του.

Δέκα Απρίληδες πέρασαν από τότε. 
Μάνα, πατέρα και αδελφός  σκορπίστηκαν,  τηρώντας ένα δυνατό ανάθεμα μεταξύ τους.  Η ΄Εμμα  έκοψε να κυκλοφορεί ανάμεσά τους και εκείνοι έπαψαν να κοιτιούνται στα μάτια.
Έφυγε από το χωριό κρυμμένη πίσω από ένα μάλλινο ξεφτισμένο κασκόλ ενώ ο αντίλαλος από τις φωνές των γονιών της και το ρουθούνισμα των γουρουνιών αντηχούσε ακόμα και σήμερα στα αυτιά της.
Η Μυρτώ ήταν ένα από αυτά. 
Μοναχοκόρη του πλουσιότερου τσιφλικά έφυγε από το χωριό και μεγαλοπιάστηκε.  Παντρεύτηκε τον Στέφανο, γιατί ο Θεός όλα τα επιτρέπει  να γίνονται σε αυτόν τον  κόσμο.
Τη συνάντησε πριν από δύο χρόνια. Για την αλήθεια, το επιδίωξε.
Λίγες ημέρες κοντά της και κόντεψε να τη τουμπάρει. Τα χαμογελά της, την έφεραν σε αμηχανία. Έφτασε σε σημείο να μπερδέψει τις πιο ζωντανές αναμνήσεις της.

Η Μυρτώ έριξε ευθύνες σε όλους τους άλλους αφήνοντας απ’ έξω τον εαυτό της.
Ο Μπάμπης, ο αδελφός της Έμμα , τη ξεγέλασε και όχι η Μυρτώ τον Μπάμπη. Εκείνος χάιδευε τους γοφούς μιας άλλης παράλληλα με τους δικούς της. Εκείνος της έμαθε τα μυστικά του έρωτα στις βουνοπλαγιές αφήνοντας την αρραβωνιαστικιά του να τριγυρνάει κερατωμένη. Ένα ολόκληρο χωριό τη λυπόταν ψιθυρίζοντας πίσω από τις πλάτες της  ότι ποτέ δεν θα ντυνόταν νύφη γιατί η άβγαλτη και παρθένα Δανάη ήθελε να μάθει τα μυστικά του σεξ από τον αρραβωνιάρη της.
Η Μυρτώ δε κατηγόρησε ποτέ τη Δανάη, ήταν μια ορφανή από μάνα κοπέλα που δεν είχε νιώσει τη στοργή και την αγάπη.  Ο Μπάμπης κορόιδευε και τις δύο.
Αυτή είναι η σκρόφα Δανάη.
Το χωριό λυπόταν και τη μάνα της Έμμα , όχι για τον Μπάμπη,  το γιο της που δεν είχε λογική, αλλά για τον άνδρα της που έγινε μπεκρής εξαιτίας της Μυρτώς και του μίσους που μεγάλωνε καθημερινά για τον γιο του.  
Η μάνα κυκλοφορούσε με ένα μακρύ τσεμπέρι στο κεφάλι που η άκρη του χρησίμευε να σφουγγίζει τα δάκρυα της και να φυσάει τις μύξες σαν την έπιανε κρίση. Κρυβόταν πίσω από ένα κομμάτι πανί καθώς κατέβαινε στη χώρα για να πουλήσει το ένα γουρούνι πίσω από το άλλο και από τα σαράντα της χρόνια να μοιάζει για γριά.
Όλα ξεπουλήθηκαν για το αιδοίο της Μυρτώς. 
Τα ζώα έφευγαν για να γίνουν τσίπουρο για τον πατέρα και χρυσαφικά για αυτήν. Τον Μπάμπη τον έδιωξαν βράδυ για Αθήνα και έπειτα ένας θείος στον Πειραιά τον βοήθησε να μπαρκάρει για Αυστραλία.
Όπου τον έβρισκε ο πατέρας θα τον σκότωνε με το τσεκούρι που αποκεφάλιζε τα γουρούνια.
Η Μύρτω πίστευε ότι η Έμμα είχε  ξεχάσει.
Πως θα ξεχνούσε τον ήχο που άκουσε νιώθοντας τη καρδιά της να σπάει στα δύο την ημέρα που αντίκρισε τον πατέρα του αγέννητου μωρού της να φιλάει παθιασμένα τη Μυρτώ ;
Πως θα ξεχνούσε ότι το ίδιο βράδυ μπαίνοντας στο χοιροστάσιο για να ξεσπάσει πάνω στα γουρούνια, είδε τα γυμνά καπούλια της  Μυρτώς να σφίγγουν τα γεννητικά όργανα του πατέρα της και να πηδιέται σαν τη σκύλα μέσα στη λάσπη.   

Αυτή είναι η σκρόφα Μυρτώ.  

Και η Ζωή;  Που ήταν η Ζωή; 

Ένα βράδυ έστησε καρτέρι έξω από την ταβέρνα περιμένοντας τον πατέρα της Έμμα για να του καρφώσει ότι η αγαπημένη του βρισκόταν ξανά στην αγκαλιά του γιού του, που ήταν εξαφανισμένος ένα μήνα. Τον πήγε μέχρι το χοιροστάσιο δείχνοντας το σημείο όπου τους είδε μαζί αγκαλιά. Τότε τον πλησίασε και σκίζοντας τη μπλούζα της έπεσε πάνω του με ορμή καθώς τα στήθη της πετάχτηκαν έξω ζητώντας λαίμαργα να γευτεί και αυτή ό,τι και η Μυρτώ. 
Ο πατέρα της Ζωής όμως δεν αστειευόταν. 

Τους βρήκε  γυμνούς και ξεθεωμένους και σηκώνοντας ένα μπαλτά έκοψε στη μέση το πόδι του πατέρα. 
 
Αυτή είναι η σκρόφα Ζωή.
Η Δανάη παντρεύτηκε το δικηγόρο,  τον αδελφό του Στέφανου. Ο καλύτερος φίλος του άνδρα της Δανάη νυμφεύτηκε τη Ζωή που είχε μείνει έγκυος, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα με μεγάλη περιούσια που φορτώθηκε δίχως να το γνωρίζει  το παιδί της Ζωής που μεγάλωσε μέσα στα πούπουλα. 

Τελικά η Έμμα απέκτησε έναν ακόμα αδελφό που είχε την ηλικία της κόρης της και η Μυρτώ ένα βαφτισιμιό από τον εραστή της.  

Έτσι έζησαν όλες οι σκρόφες καλά , θάβοντας για πάντα τη δική της ζωή. Αντιστρέψανε τους ρόλους και την ιστορία γιατί η δική τους ματαιοδοξία είχε σάρκα και οστά δίπλα στη Μυρτώ.
Τη περιφρόνησαν. Την έφτυσαν.  Την πρόδωσαν.  

Έκλαιγε τις νύχτες μετρώντας τα λεπτά. Περίμενε ότι εκείνος θα έκανε τη διαφορά πιστεύοντας  απόλυτα στις αρχικές επιλογές του. Ζούσε όμως σε μια ψευδαίσθηση,  περιφραγμένη από  αυταπάτες. 

Τα τρία γουρουνάκια φάγανε την κοκκινοσκουφίτσα και ο λύκος έτρεξε να κρυφτεί.  
Κάποιο βράδυ η μάνα τη φώναξε στο κατώι . 

Στο υγρό και ανήλιαγο υπόγειο η μούχλα και η υγρασία είχαν στήσει το σκηνικό για να ολοκληρωθεί ό,τι είχε αρχίσει.

Κατέβηκε κρατώντας στο χέρι ένα καύκαλο από καρύδι. Οι άλλες δύο έστεκαν όρθιες μπροστά σε ένα παλιό βαρέλι.  Η Δανάη κρατούσε λεφτά και η Ζωή μια κάρτα ενός γιατρού από την Αθήνα για να ρίξει το παιδί η Έμμα.  
Ποια ήταν αυτή που θα είχε δίπλα της τον Στέφανο;
Δεν είχε ούτε λεφτά ούτε πτυχίο στα χέρια της.
Ήταν μια άχρηστη, μια αδιάφορη, σχεδόν ένα τίποτα που ζητούσε να γίνει κάτι δίπλα στον Στέφανο.
Πως τόλμησε να κοιτάξει τόσο ψηλά μια καθαρίστρια γουρουνιών και να αγγίξει ένα τελειόφοιτο φοιτητή της ιατρικής, γιου του πιο επώνυμου δικηγόρου της πόλης; 


Από την άλλη ήταν ένα κορίτσι χωρίς ίχνος γυναικείας τσαχπινιάς. 

Μια άβυζη και άκωλη δεκαεφτάρα με δύο μαύρες τρίχες για μαλλιά που όσο και να τα έλουζε , πάντα λαδωμένα θα έδειχναν και θα βρωμούσαν από τα γουρούνια.
Τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή του; Την ρωτούσαν ενώ εκείνη έμενε σιωπηλή μπροστά τους παίζοντας με το καύκαλο και η μυρωδιά του πεύκου κύκλωνε τις αισθήσεις της.
Λιποθύμησε στα χέρια της μάνας της που μύριζαν τηγανιτό μπακαλιάρο. Αυτά τα χέρια την βοήθησαν δίνοντας της κουράγιο και ένα κομπόδεμα να φύγει για Αθήνα.  Από αυτά τα χέρια έπαιρνε κάθε δεκαπέντε μέρες ένα λευκό φάκελο με δύο λέξεις γραμμένες μέσα που την ρωτούσαν για το πώς είναι και πως  τα περνάει.  

Το ροζ κορδελάκι της κόρης της είχε μπλεχτεί  ανάμεσα στα δάχτυλα της. Μάζεψε τα μαλλιά της αλογοουρά ενώ διάβαζε τα βιβλία που της χάρισε ο πατέρας της. Εχθές είχαν περάσει μια ολόκληρη μέρα μαζί. Πήγαν στο Λούνα Πάρκ , έφαγαν παγωτό φράουλα και μετά γευμάτισαν σε ένα Ιταλικό εστιατόριο. 

Ο άνδρας της Δανάη , της εξομολογήθηκε ότι σιχαίνεται να βλέπει γυμνή τη γυναίκα του.  Γδύνεται καμαρώνοντας για το λιπόσαρκο κορμί της.  Η κυτταρίτιδα μαζί με τη χαλάρωση , παρόλα τα ινστιτούτα καλλονής που επισκεπτόταν συχνά, είχαν γίνει η σταθερά αγαπημένη συντροφιά της είπε βάζοντας προσεκτικά το προφυλακτικό του.  

Ο άνδρας της Ζωής δεν άντεχε.  Ζούσε με μια ψυχρή και αδιάφορη γυναίκα που το μόνο που την απασχολούσε είναι να πληρώνονται έγκαιρα οι φουσκωμένοι λογαριασμοί των αγορών της. Θα χωρίσει, πρόσθεσε καθώς πασαλειβόταν με το αφρόλουτρο της Έμμα γιατί δεν αντέχει να ζει μακριά της. Ένα εξπρές διαζύγιο και ένας ειδυλλιακός γάμος μαζί της είναι πλέον το ποθούμενο του.

Θα όριζε μάλιστα για δικηγόρο τον σύζυγο της Δανάης,  τον αδελφό του Στέφανου , που και αυτός αντιμετώπισε πρόβλημα στο γάμο του.   
Δεν ήθελε να χάσει άλλο χρόνο. 

Έδωσαν ραντεβού στο γραφείο του, αργά το απόγευμα, πίνοντας ένα ποτήρι ουίσκι μίλησαν για τους γάμους τους. 

Μια απροσδόκητη επίσκεψη όμως σταμάτησε τις εξομολογήσεις τους και ανέτρεψε τα σχέδια τους. 

Ένας άνδρας ηλιοκαμένος και εύσωμος εμφανίστηκε μιλώντας με μια ιδιαίτερη βαριά προφορά για μια οικογένεια που καταστράφηκε πριν από λίγα χρόνια σε ένα χωριό.
Μπάμπη τον έλεγαν και έμαθε πρόσφατα ότι έχει και ένα μικρότερο αδελφό από τον πατέρα του.
Ο Στέφανος έφυγε από το σπίτι του με πρόσχημα ένα έκτακτο ιατρικό συνέδριο.  Η Μυρτώ του ετοίμασε τη βαλίτσα για να την ανοίξει και πάλι η Έμμα,  όπως έκανε τα δύο τελευταία χρόνια στα ταξίδια τους.   
Η επιστροφή του από το συνέδριο  θα γιορταζόταν μαζί με την επέτειο τους.  Έτσι τουλάχιστον πίστευε η Μυρτώ.
Αυτή τη φορά η Εμμα κρέμασε τα ρούχα του στη ντουλάπα της.
Δε είχε σκοπό να τα κρατήσει εκεί για καιρό.
Το σπίτι της Μυρτώς θα γινόταν σύντομα δικό της όπως οι κερασιές και ο κρεμαστός κήπος πάνω από τη θάλασσα.  
Θα έφερνε και τη μάνα από το χωριό και θα την κρατούσε για πάντα μαζί της.
Τελικά όλα στη ζωή εξαρτώνται από το σωστό σχεδιασμό.  
Όπως έκαναν τότε τα κωλοπετσωμένα τρία γουρουνάκια.

Δε γούσταρε δίπλα της ανθρώπους που την πρόδωσαν. 
Ο Στέφανος αποτελούσε εξαίρεση. 
Η κόρη της δεν ήθελε να μεγαλώσει χωρίς την παρουσία του.  Θα τον κρατούσε μέχρι να μεγαλώσει η μικρή της και έπειτα θα έβλεπε τι θα έκανε με δαύτον.
Είχε μια όμορφη γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά. Το πρωινό βοριαδάκι είχε καθαρίσει τον ουρανό σκορπώντας λαμπερά αστέρια.     
Οι κουβέντες και τα γέλια των καλεσμένων έφθαναν μέχρι το δρόμο.  Η Μυρτώ πηγαινοερχόταν αγχωμένη με ένα ποτήρι σαμπάνιας στα χέρια ενώ η Δανάη με τη Ζωή την ακολουθούσαν ελέγχοντας νευρικά τα πανάκριβα ρολόγια τους.  Μονολογούσαν αγανακτισμένες κουβέντες για τον αργοπορημένο Στέφανο.
Δύο άνδρες καθόντουσαν αμίλητοι σε ένα απομακρυσμένο τραπέζι.  Το βλέμμα τους ήταν στραμμένο προς τη θάλασσα και οι κουβέντες τους έβγαιναν από τα χείλη τους ψιθυριστά. Είχαν ενημερώσει τις γυναίκες τους ότι η παραμονή τους σε αυτό το σπίτι δε θα ξεπερνούσε τη μια ώρα.
Βγήκε από τη καρότσα χτυπώντας με τα χέρι του το τζάμι του παραθύρου από τη πλευρά του οδηγού. Βιαζόταν και τα πόδια του τον εμπόδιζαν να κάνει γρήγορα βήματα. Κουτσαίνοντας άνοιξε το πορτάκι και τα πεινασμένα γουρούνια ξεχύθηκαν λυσσασμένα κατεβαίνοντας τα μαρμάρινα σκαλοπάτια.  Εκείνος ακολούθησε κρατώντας ένα μπαστούνι και σέρνοντας το ψεύτικο πόδι του έφτασε μέχρι τα πρώτα τραπέζια του κήπου.
Τα γουρούνια όρμησαν πάνω στα τραπέζια. Σκόρπισαν τα κρυστάλλινα ποτήρια, πάτησαν πάνω στα σουφλέ, κλώτσησαν τις τάρτες , κυλίστηκαν μέσα στις σαλάτες και ρουθούνισαν πάνω από τις σάλτσες αδιαφορώντας για τις στριγκλιές και τις φωνές  που ακούγονταν τριγύρω.
Σταμάτησε μπροστά της ασθμαίνοντας από τον πόνο της ψυχής που ένιωθε. Φώναξε δυνατά το όνομα της και τα σάλια του πετάχτηκαν στον αέρα. 

Η Μυρτώ ούρλιαζε .
Του απάντησε πως πρέπει να φύγει, να τσακιστεί , να χαθεί από μπροστά της.
Δε θα πήγαινε πουθενά. Μαζί θα έφευγαν.  

Μίλησε μπροστά σε όλους για την αγάπη του. Η Ζωή με τη Δανάη έτρεξαν δίπλα στη Μυρτώ. Εκείνος όμως τις σταμάτησε με ένα άγριο βλέμμα του. 

Ένα γουρούνι έμπλεξε στα πόδια του και τ΄ άρπαξε με θυμό από τα αυτιά.  Το σήκωσε ψηλά μπροστά στα μάτια της τραβώντας  μια βαθιά μαχαιριά στον παχύ λαιμό του.
Το κεφάλι έμεινε στα χέρια του ενώ το κορμί του έσκασε με φόρα στα λευκά πλακάκια. Το αίμα πετάχτηκε ζεστό πιτσιλώντας το πρόσωπο της και τα γυμνά μέρη του κορμιού της.
Με το ίδιο μαχαίρι θα την έσφαζε και έπειτα θα το έστρεφε επάνω του. 

Από το βάθος ξεχώρισε τον ήχο από τις  σειρήνες περιπολικού μαζί με τραπέζια που αναποδογύριζαν, πιάτα που έσπαγαν και τη φωνή της Μυρτώς που εκλιπαρούσε για βοήθεια.
Άκουσε την κραυγή του πατέρα της που ούρλιαξε σαν άγριο θηρίο και έπειτα τη φωνή της Ζωής που τσίριξε φωνάζοντας ότι την σκότωσε. Αμέσως μετά μια ανδρική φωνή προσπαθούσε να αποτρέψει την αυτοκτονία που θα ακολουθούσε 

Το περιπολικό έφτασε έξω από το σπίτι.
Οι Αστυνομικοί έτρεξαν μπαίνοντας από την κύρια είσοδο. 

Σηκώθηκε από τα σκαλοπάτια ξεσκονίζοντας προσεχτικά τη λευκή φούστα της.
Η Τζίλντα λαχανιασμένη από το παιχνίδι με το μπαλάκι άρχισε να γλύφει και πάλι τους αστραγάλους της Έμμα που ανέβηκε σιωπηρή μέχρι τον κεντρικό δρόμο, κλείνοντας τη πόρτα του κήπου πίσω της.  

Χαμογέλασε όταν η Τζίλντα την ακολούθησε κουνώντας χαρούμενη την  ουρά της.
-         Ο καθένας σε αυτή τη ζωή,  διεκδικεί το ρόλο του. Δε συμφωνείς Τζίλντα;


Δεν υπάρχουν σχόλια: