Social Icons

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

20 Χρόνια χωρίς τον Γιώργο Ζαμπέτα...



Από την Χριστίνα Αλαμάνου

Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις όνομα σαν συνθέτης,  συνήθιζε να λέει,   αλλά πιο δύσκολο ακόμα είναι να κάνεις όνομα σαν οργανοπαίχτης.

Εκείνος βέβαια  τα κατάφερε και από την αρχή της εισαγωγής ενός τραγουδιού όλοι νιώθουν και ξεχωρίζουν ότι αυτή η πενιά που παίζει , είναι του Ζαμπέτα.  

Ο Γιώργος Ζαμπέτας έβαλε τα μπουζούκια στα σαλόνια και το ''Αιγάλεω Σίτι'' στον χάρτη σφραγίζοντας  μία εποχή.
Το απαράμιλλο στυλ του και οι  μεγάλες προσωπικές του επιτυχίες μέσα στην 40χρονη και πλέον καριέρα του αρκούσαν για να καταλάβει κανείς πόσο ανεξάντλητα δημιουργικός υπήρξε. Η μπάσα φωνή του και το τρανταχτό «άααλα» , το πηγαίο χιούμορ και ο αυθορμητισμός του , ήταν τα βασικά στοιχεία των σατυρικών τραγουδιών του.

Είναι σίγουρο ότι το δικό του καλούπι έσπασε και μετά από αυτόν και άλλον Ζαμπέτα δεν έβγαλε η Ελλάδα. Ήταν παρών σε όλα, όπως μου είχε διηγηθεί η κόρη του Κατερίνα Ζαμπέτα. Παρών στη μουσική, στο τραγούδι , στη ζωή και στη πολιτική γιατί όταν συνέθετε ο Ζαμπέτας άκουγε εκτός από τη μελωδία  της φύσης και τη φωνή του λαού,  για αυτό και είναι και θα βρίσκεται πάντα ανάμεσά μας. Ο Ωνάσης είχε πει κάποτε στον Ζαμπέτα «Ρε Γιώργη αν ζούσες  την εποχή του Σωκράτη και του Αριστοφάνη, θα σε κάνανε παρέα οι σοφοί»...

Δημοσθένους 27 στον Αι Γιώργη, μέσα σε φτωχόσπιτο στο Μεταξουργείο γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925, ένα φτωχόσπιτο  που το αποκαλούσε αχούρι γιατί κάποτε ήταν στάβλος και  φιλοξενούσε άλογα.

΄΄Γεννήθηκα σε ένα αχούρι. Φτωχή οικογένεια. Θα μου πεις σε ένα αχούρι γεννήθηκε και ο Χριστός. Ο Χριστός όμως ήταν προνομιούχος. Γιατί γεννήθηκε με πρόγραμμα. Του τα είχε πει ο πατέρας του, ο Θεός, τι θα τραβήξει και τα περίμενε... Εμείς όμως τα τραβήξαμε χωρίς να μας τα πει κανένας.''

Ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά του Μιχάλη και της Μαρίκας Ζαμπέτα. Ο πατέρας του είχε ένα κουρείο, γωνία Ναυπλίου και Λένορμαν. Ο Γιώργος Ζαμπέτας από πέντε ετών δούλευε στο κουρείο του πατέρα του,  δεν κούρευε ούτε ξύριζε, ξεσκόνιζε τους πελάτες και έπαιρνε το μεροκάματο.

Στους τοίχους του κουρείο, στο μπαρμπέρικο όπως ο ίδιος συνήθιζε να το λέει,  εκτός από παλιές φωτογραφίες είχαν κρεμασμένα και μουσικά όργανα. Ο πατέρας του και ο  παππούς του ήταν από τους καλύτερους οργανοπαίχτες. Όταν δεν τον έβλεπαν , τραβούσε μια καρέκλα ανέβαινε και ξεκρέμαγε το μπουζούκι.  Έτσι σιγά – σιγά άρχισε να γρατζουνάει τις πρώτες νότες.

Μαζί με τις παρέες του πρώτο περπάτησε στην Ακαδημία Πλάτωνος ενώ τη πρώτη του επαφή με το κοινό του την έκανε μόλις στα 7 του χρόνια, όταν καλέστηκε να πει το ποίημα του στο σχολείο και εκείνος που είχε κλέψει από το κουρείο το μπουζούκι του πατέρα του, αποφασίζει αντί για την απαγγελία να παίξει μπουζούκι μπροστά σε γονείς , δασκάλους και μαθητές…

Παρά τις αντιδράσεις του πατέρα του να ασχοληθεί με το μπουζούκι,  ο μικρός Γιώργος συνεχίζει με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του στα 1938 με το μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.

Σπούδασε το μπουζούκι στο βοτανικό κήπο τις ώρες που χάραζε, ακούγοντας τα βατράχια και τα αηδόνια και τις πρώτες συναυλίες του μέσα στα περιβόλια.
Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακομίζει  στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία.

Δύο χρόνια μετά ,  κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής,  δημιουργεί το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.
Τα τραγούδια τη δεκαετία του 50 γνωρίζουν τεράστια επιτυχία καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου. 

Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον βαφτίζει «σολίστ» στις συνθέσεις του,  και ο Γιώργος Ζαμπέτας δίνει ένα από τα καλύτερα μινόρε του στο έργο ‘’ Οδός Ονείρων’’.  Ταξιδεύει στις Κάννες για το μεγάλο πάρτι του έργου ‘’Ποτέ την Κυριακή’’ χτυπώντας στα τέλια του ‘’ Τα παιδιά του Πειραιά’’. Τριάντα περίπου χρόνια μετά θα πει για εκείνη την ημέρα:

΄΄Κατεβήκαμε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας.
Κοστουμαρισμένοι. Με ένδυμα περιπάτου. Βλέπω την ταινία ΄΄Πώπω μάπα΄΄ του λέω του δικού μου! ΄΄Ρε Θόδωρα, τέτοια μάπα!΄΄ Μου λέει ΄΄Θα μας πλακώσουν!΄΄ Αλλά ο Τζούλι , avec de γνωριμί, κορόιδο είσαι, την είχε οργανωμένη τη δουλειά! Φεύγουμε από κει και πάμε σε μια μεγάλη αίθουσα. Μπουκάρουμε μέσα. Αρχινάμε, να πούμε. Εκεί μέσα ήταν όλοι οι μεγιστάνες του πλούτου, οι μεγιστάνες του press, οι μεγιστάνες της τέχνης. Εκεί να δεις γκόμενες! Κουκλάρες! 35 χρονών εγώ... ΄΄Ελάτε να δείτε και μην παίρνετε!΄΄ Εν πάση περιπτώση, ξεμένω μόνος. Εγώ όμως το είχα πάρει πατριωτικά. Παίρνω το εργαλείο και μπουκάρω, να πούμε, το μπουζούκι στα ίσα κι αρχινάω! Τι τσάμικο ''Τα Παιδιά του Πειραιά''... Τι ζεϊμπέκικο ''Τα Παιδιά του Πειραιά''... Τι χασάπικο ''Τα Παιδιά του Πειραιά''... Τι τσιφτετέλι ''Τα Παιδιά του Πειραιά''... Μέχρι που το μάθανε όλοι και το τραγουδάγανε!''

Τα επόμενα χρόνια κεντάει με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση αλλά και πολλών άλλων συνθετών.

Το 1960 γνωρίζεται με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και συνθέτει μια σειρά από εξαιρετικά τραγούδια, όπως: Το κουτούκι (1960) σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου Δεν έχει δρόμο να διαβώ (1963), Πόρτα κλειστή τα χείλη σου και Τα δειλινά (1964) και Τι να φταίει (1969)σε στίχους Δ. Χριστοδούλου, Σήκω χόρεψε συρτάκι, Η Κυριακή (1965), Δημήτρη μου Δημήτρη μου (1966) σε στίχους Αλέκου Σακελάριου, Σταλιά, σταλιά (1967) σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη και Αγωνία (1970) σε στίχους Χ. Βασιλειάδη.

Πολυδιάστατος καλλιτέχνης, με εξαιρετικό χιούμορ εμφανίστηκε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και σε ακόμα περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες όπως «Ο πύργος των ιπποτών» (1952), «Ανήσυχα νιάτα» (1963), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Κόκκινα φανάρια» (1963), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), κ.α. ενώ έκανε αρκετές εμφανίσεις στο εξωτερικό ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού.

Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται περισσότερα από 250 τραγούδια που ερμήνευσαν σπουδαίοι καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού όπως οι Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα, Πόλυ Πάνου, Στέλιος Καζαντζίδης, Μανώλης Καναρίδης, Πρόδρομος Τσαουσάκης.


Έφυγε από τη ζωή 67 ετών, ύστερα από πολύμηνη ασθένεια στις 10 Μαρτίου του 1992 στο νοσοκομείο Σωτηρία. Την ίδια ακριβώς ημέρα,  μετά από 16 χρόνια έφυγε από τη ζωή και ο γιος του Μιχάλης.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: