Social Icons

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Αβραάμ Λίνκολν: Οταν μια σφαίρα του πήρε τη ζωή...






Απο την Contessa, 

«Χθες το βράδυ έβλεπα πάλι εκείνο το όνειρο», έλεγε μόλις πριν λίγες ώρες ο πρόεδρος μιλώντας στον στρατηγό Γκραντ και τον Υπουργό Ναυτικών, Γκίντεον Ουέλς.
«Ποιό όνειρο;», ρώτησε ο δεύτερος.

«Σχετίζεται με το στοιχείο σου, τη θάλασσα. Σαν να βρισκόμουν σε κάποιο παράξενο, απερίγραπτο σκάφος που έμοιαζε να πλέει αργά, σαν αιωρούμενο, και να απομακρύνεται προς κάποια αχανή και ακαθόριστη έκταση, σε κάποια άγνωστη ακτή. Το ίδιο το όνειρο δεν είναι τόσο παράξενο, όσο η επαναληπτικότητά του: κάθε φορά που το βλέπω συμβαίνει κάποιο σημαντικό γεγονός ή καταστροφή. Το είχα ξαναδεί πριν από τα γεγονότα του Φορτ Σάμτερ και τη μάχη του Μανάσσας, αλλά και πριν από μεγάλες νίκες, όπως το Γκέττυσμπεργκ και το Βίκσμπεργκ».

Όλοι απέδωσαν το όνειρο στην αναμενόμενη παράδοση των τελευταίων νότιων στρατευμάτων στον στρατηγό Σέρμαν, από όπου περίμεναν ειδήσεις από στιγμή σε στιγμή. Ο πόλεμος ουσιαστικά είχε τελειώσει και όλοι διακατέχονταν από εύθυμη διάθεση. Μόνο ο πρόεδρος έδειχνε μελαγχολικός και κατηφής.


Λίγο αργότερα επιβιβάστηκε σε μία άμαξα και μαζί με την σύζυγό του αναχώρησαν για το θέατρο Φορντ όπου θα παρακολουθούσαν την θεατρική κωμωδία «Ο Αμερικανός εξάδελφός μας», στην οποία είχαν κρατηθεί οι αντίστοιχες θέσεις επισήμων στο θεωρείο. 

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου 1865 και το προεδρικό ζεύγος, κατόπιν προτροπής της πάντοτε απαιτητικής συζύγου, είχε αποφασίσει να αφεθεί στην πολυτέλεια μίας νυκτερινής εξόδου, τώρα που ο τετραετής αδελφοκτόνος πόλεμος είχε πλέον λήξει. 


Ο πρόεδρος δεν είχε καμία διάθεση για θέατρο ή πολυκοσμία, αλλά δεν ήταν εύκολο να αρνηθείς κάτι στη Μαίρη Λίνκολν. Στην έξοδο του Λευκού Οίκου ο πρόεδρος αποχαιρέτησε τον σωματοφύλακά του, Ουίλλιαμ Κρουκ, από την προσοχή του οποίου δεν διέφυγε η μελαγχολική διάθεση του προέδρου. Ακόμα και ο αποχαιρετισμός του ήχησε παράξενος εκείνο το βράδυ. Είχε πει «Αντίο, Κρουκ». Όλες τις άλλες φορές συνήθιζε να λέει «Καληνύχτα, Κρουκ». Σήμερα ξαφνικά, είχε πει «Αντίο»…

Πέντε ώρες αργότερα ο πρόεδρος βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με μία έκφραση ειρωνείας στα ανοιχτά, αλλά αδιάφορα μάτια του, ασυνήθιστη για τον χαρακτήρα του, βυθισμένος στην άγνοια ενός κώματος και περιστοιχισμένος από τουλάχιστον 50 άτομα τα οποία είχαν συνωστισθεί γύρω από την ψηλόλιγνη μορφή του για να συμπαρασταθούν στις τελευταίες του ώρες. Ο γιατρός ήταν σαφής: δεν υπήρχε σωτηρία. Η σφαίρα είχε εισχωρήσει στο πίσω δεξιό μέρος του κρανίου ακολουθώντας μία διαγώνια πορεία και είχε σφηνωθεί πίσω από τον αριστερό βολβό του ματιού, συμπαρασύροντας στην πορεία της μικρά θραύσματα του κρανίου.

Στην αρχή η έκφρασή του ήταν ήρεμη, αλλά σταδιακά η αριστερή πλευρά του προσώπου είχε αρχίσει να συσπάται, παραμορφώνοντας την άκρη του στόματος με έναν χλευαστικό μορφασμό. Μετά η δεξιά πλευρά άρχισε να μελανιάζει και ο αριστερός οφθαλμός να διογκώνεται. Όταν η Μαίρη Λίνκολν τον αντίκρισε ξέσπασε σε μία υστερική κραυγή και οδηγήθηκε έξω από το δωμάτιο. Η αναπνοή του επιδεινωνόταν. Γινόταν σπασμωδική και για μεγάλα διαστήματα διακοπτόταν τελείως. 

Το στήθος φούσκωνε σε μία εισπνοή και σε ανύποπτο χρόνο ο αέρας απελευθερωνόταν με έναν ξαφνικό ρόγχο μέσα από τα μελανιασμένα χείλη. Το μαρτύριο αυτό θα συνεχιζόταν για οκτώ ολόκληρες ώρες. Στις 07.00 του Μεγάλου Σαββάτου τα μάγουλα αποτραβήχτηκαν ακόμα περισσότερο μέσα στο κάτισχνο, σχεδόν αποσκελετωμένο πρόσωπο και η αναπνοή επιταχύνθηκε σε ρυθμό, με μικρές, σύντομες εισπνοές. Είκοσι λεπτά αργότερα το στήθος ανέβηκε σε μία βαθιά, τελευταία ανάσα, ο αέρας απελευθερώθηκε αργά και το πρόσωπο απέκτησε πάλι την αρχική ηρεμία του, σαν πράγματι η ψυχή του να ταξίδευε γαλήνια, «…προς κάποια μακρινή, αχανή έκταση, κάποιας άγνωστης ακτής».


Ο υπουργός πολέμου Έντουιν Στάντον, το ισχυρότερο στέλεχος της κυβέρνησης μετά τον ίδιο τον πρόεδρο, ξεστόμισε τις τέσσερις λέξεις οι οποίες θα γίνονταν ο επικήδειός του: «Τώρα ανήκει στην Ιστορία»…
Ήταν το πρότυπο του αυτοδημιούργητου Αμερικανού. Ο Αβραάμ Λίνκολν γεννήθηκε στο Κεντάκι των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 12 Φεβρουαρίου του 1809, από γονείς γεωργούς κουακέρος, μια παραλλαγή των πουριτανών σε πολύ αγνή έκδοση. Η μητέρα του πέθανε νωρίς κι ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε αφήνοντας να τον μεγαλώσει η μητριά του.
Σχολείο πήγε μόνο για έξι μήνες αλλά μελετούσε πολύ στο σπίτι του τις ελεύθερες ώρες. Στα 1830, έφτασε στην Ορλεάνη ταξιδεύοντας πάνω σε μια σχεδία. Έγινε ιδιωτικός υπάλληλος και μετά κατατάχθηκε στο στρατό, μετέχοντας στον πόλεμο του Μαύρου Γερακιού, όπου διακρίθηκε φτάνοντας στον βαθμό του λοχαγού (1832).

Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με το εμπόριο αλλά απέτυχε. Άρχισε να μελετά τη νομική επιστήμη και το 1837 κατάφερε να διοριστεί δικηγόρος στο Σπρίνγκφιλντ. Η ρητορική του ικανότητα τον έκανε διάσημο με αποτέλεσμα, το 1844, να γίνει αρχηγός του κόμματος των Ουίγων και το 1846 να εκλεγεί στο Κογκρέσο.

Το 1854, ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το ρεμπουπλικανικό κόμμα, που απορρόφησε τους Ουίγους της Αμερικής (συνεχιστής τους, στην Αγγλία, είναι το σημερινό κόμμα των Φιλελευθέρων). Ήταν η χρονιά, που οι μεγαλογαιοκτήμονες πέρασαν νόμο σύμφωνα με τον οποίο επιτρεπόταν το δουλεμπόριο. Οι ρεμπουπλικάνοι ανακοίνωσαν πως θα εργαστούν για την κατάργηση της δουλείας.
Τρία χρόνια αργότερα, στα 1857, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε πως το Κογκρέσο είναι αναρμόδιο να ψηφίσει νόμο, που να καταργεί τη δουλεία. Ο Αβραάμ Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος. Νίκησε με σχετική πλειοψηφία το 1860 κι ορκίστηκε 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ.

Στον λόγο του προς τον αμερικανικό λαό, ο πρόεδρος Λίνκολν διακήρυξε πως, για την ώρα, η δουλεία θα συνέχιζε να υπάρχει όπου ήταν νομοθετημένη, αλλά θα απαγορευόταν να απλωθεί περισσότερο. Παρ’ όλ’ αυτά, οι νότιες πολιτείες αντέδρασαν κι ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861.
Τον Σεπτέμβριο του 1862, ο Λίνκολν, ως αρχηγός του στρατού, αποφάσισε την κατάργηση της δουλείας σε όσες πολιτείες δε θα κατέθεταν τα όπλα ως την 1η Ιανουαρίου του 1863. Καμιά δεν τα κατέθεσε. Την πρωτοχρονιά, ο πρόεδρος Λίνκολν υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων.
Στις πολιτείες του Βορρά δεν μπορούσαν πια να υπάρχουν δούλοι. Κατά κύματα οι μαύροι δραπέτευαν από τον Νότο. Σε λίγους μήνες, μια στρατιά από 1.000.000 μαύρους κι άσπρους μαχητές πλαισίωσε τον στρατηγό Γκραντ των Βορείων. Ο στρατηγό Λι των Νοτίων υπέκυψε.

Ήταν σ’ ένα άσημο χωριουδάκι της πολιτείας της Βιρτζίνια, όταν υπογράφτηκε η παράδοση, στις 9 Απριλίου του 1865. Κάποια στρατιωτικά τμήματα των Νοτίων θα συνέχιζαν ακόμα τον μάταιο αγώνα. Οι πολλοί εξοντώθηκαν. Όσοι απέμειναν, κατέθεσαν τα όπλα στις 26 Μαΐου του 1865. Το τέλος βρήκε τις ΗΠΑ να θρηνούν 400.000 νεκρούς στα πεδία των μαχών. Η απαγόρευση της δουλείας μπήκε ως άρθρο και στην τροποποίηση του συντάγματος το 1865.

Έξι ημέρες μετά την υπογραφή της ειρήνευσης, στις 14 Απριλίου του 1865, ο πρόεδρος Λίνκολν έμπαινε σ' ένα θέατρο, στην Ουάσινγκτον. Φανατικός οπαδός της δουλείας, ο ηθοποιός Τζον Μπουθ όρμησε πάνω του και τον πυροβόλησε. Ο πρόεδρος έπεσε νεκρός. Ο δολοφόνος ανέβηκε στη σκηνή και φώναξε λατινικά:

«Έτσι πεθαίνει η τυραννία».

Το δουλεμπόριο των μαύρων αναπτύχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία των ευρωπαϊκών αποικιών στις νέες χώρες, που οι εξερευνητές ανακάλυπταν. Οι  απέραντες φυτείες, που δημιουργήθηκαν, χρειάζονταν πολλά και φτηνά χέρια, ώστε η εκμετάλλευση των προϊόντων να είναι εμπορικά συμφέρουσα. Έτσι κι αλλιώς, τα ταξίδια από τις μακρινές αποικίες ως τα ευρωπαϊκά κράτη και επικίνδυνα ήταν και πολυδάπανα. Οι δούλοι έλυσαν το πρόβλημα. Κι όταν οι ντόπιοι κατακτημένοι κάτοικοι έπαψαν να επαρκούν, ξεκίνησε η ατέλειωτη νύχτα του δουλεμπόριου των μαύρων.

Από τον ΙΖ’ ως τα τέλη του ΙΘ’ αιώνα, καραβιές μαύρων μεταφέρονταν από τις δυτικές ακτές της Αφρικής για να πουληθούν στους αποίκους της αμερικανικής ηπείρου. Για 400 χρόνια, Πορτογάλοι, Ισπανοί, Άγγλοι και Ολλανδοί δουλέμποροι διέσχιζαν νόμιμα τον Ατλαντικό. Με τη συνθήκη της Ουτρέχτης, οι Άγγλοι απέκτησαν το μονοπώλιο να προμηθεύουν με δούλους τις ισπανικές αποικίες.

Μέσα σε είκοσι χρόνια, από το 1680 ως το 1700, μεταφέρθηκαν στην Αμερική και πουλήθηκαν δούλοι 300.000 μαύροι της Αφρικής. Μόνο στη Τζαμάικα, από το 1700 ως το 1786 μεταφέρθηκαν 610.000. Στα εκατό χρόνια, από το 1680 ως το 1786, οι μαύροι της Αφρικής, που αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν δούλοι στην Αμερική, μετρήθηκαν σε 2.130.000. Χώρια, όσοι πέθαναν στ’ απάνθρωπα ταξίδια.

Όμως, τον 19ο αιώνα, τα μηνύματα της γαλλικής επανάστασης και, ταυτόχρονα, ο ερχομός της βιομηχανικής εποχής έκαναν να ξυπνήσει η συνείδηση των λαών. Η δουλεία καταργήθηκε στις τότε Ινδίες το 1833 και στις γαλλικές αποικίες το 1848. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το 1860, πρόεδρος εκλέχτηκε ο Αβραάμ Λίνκολν, που όραμά του είχε την κατάργηση της δουλείας. Τον ψήφισε ο αναπτυγμένος βιομηχανικός Βορράς. Τον πολέμησε ο αγροτικός Νότος.

Το 1861, ξέσπασε ο πόλεμος Βορείων και Νοτίων. Την πρωτοχρονιά του 1863, ο Λίνκολν υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των νέγρων. Ίσχυσε μόνο στον Βορρά. Με τη λήξη του πολέμου, η ισχύς του επεκτάθηκε ως το Νότο.  Ακολούθησε η κατάργηση της δουλείας στη Βραζιλία, το 1888.  Στη Σιέρα Λεόνε, μόλις το 1928.

Για τους μαύρους, όμως, άρχιζε η μακριά νύχτα του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων. Τελευταία, που τις κατάργησε, είναι η Νοτιοαφρικανική Ένωση, με δημοψήφισμα, που έγινε στις 18 Μαρτίου του 1992. Δυο χρόνια αργότερα, η χώρα απέκτησε και μαύρο πρόεδρο, τον Νέλσον Μαντέλα.

Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, το δουλεμπόριο, ανεξάρτητα από το χρώμα του ανθρώπινου δέρματος, καταργήθηκε με νόμο το 1889.



Πηγές:
imansolas.freeservers
Έθνος




Δεν υπάρχουν σχόλια: