Social Icons

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Μάρκος Βαμβακάρης: Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου έφυγε σαν σήμερα…





Από την Χριστίνα Αλαμάνου


Μάγκες….έλεγαν τους ρεμπέτες, νταήδες και  μπεσαλήδες.  Στις αρχές του 20 αιώνα στη Ελλάδα κυριαρχούσαν οι καντάδες και τα βιολιά από τη Δύση, και το να είσαι ρεμπέτης προϋπέθετε έναν κώ­δικα συμπεριφοράς και τιμής,  μια διαφορετική αντίληψη  ζωής και μέγιστο σκοπό στο να ζεις διαφορετικά  από τη μπουρζουαζία,  από το πώς μιλάς μέχρι το πώς να ντύνεσαι , από τα  ρούχα μέχρι το μουστάκι.

Ένας τέτοιος μάγκας ρεμπέτης ήταν και ο Μάρκος Βαμβακάρης που η ζωή του ήταν γεμάτη ένα σενάριο γεμάτο από γυρίσματα της τύχης….
Από χαμάλης του λιμανιού βαφτίζεται  ο  πατριάρχης του Ρεμπέτικου και από λούστρος και καρβουνιάρης γίνεται δημιουργός  ύμνων που τραγούδιουνται έως και σήμερα, ενώ ο στίχος του έβγαινε μέσα από τη ψυχή του όπως δήλωσε ο επίσης σπουδαίος μουσικός και γιος του Στέλιος Βαμβακάρης για τον αγαπημένο του πατέρα. 

Στο Σκαλί της άνω χώρας στη Σύρο , 10 Μαΐου ημέρα Τετάρτη του 1905  γεννιέται  ο Μάρκος  για να φέρει την επανάσταση στα τετράδια της μουσική σύνθεσης στην Ελλάδας….μιας Ελλάδας που και τότε πνιγόταν στη φτώχεια και στην κοινωνική αδικία ενώ τα βάσανα περνούσαν μέσα από τους στίχους και οι στίχοι ντύνονταν με νότες από τις χορδές του μπουζουκιού, που τότε το θεωρούσαν ως ένα μουσικό όργανο φτιαγμένο για να παίζεται από την κατώτερη τάξη, από  τους χαμάληδες και από τον  κόσμο του λιμανιού.

Στο βιβλίο, Mάρκος Bαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Παπαζήση του 1978 ο ίδιος περιγράφει με ένα μοναδικό τρόπο τα παιδικά του χρόνια ‘’ Το 1909 με βρέσκει πέντε χρονώ παιδάκι. Ήμουνα από τότες κιμπάρης. Σφιχτοδεμένος. Είχα πρώιμη ανάπτυξη. Παρατήραγα δεξιά αριστερά.  Σφουγγάρι. Τα μάτια μου αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού. Έστηνα τ' αυτί κι άκουγα, εκεί που μιλούσαν οι γέροι,  οι σοφότεροι. Να μασώ την γλώσσα.  Μου αρένανε ν' ακώ κουβέντες.  Όταν ιστορούσανε.  Άκουγα. Κι ό,τι λέγανε τα κράτηγα.  Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά.  Επάγαινα στις γκάιντες,  εκεί πουτραγουδάγανε.  Το κάθε ξημέρωμα μ' έβρισκε στο πόδι.  Από ρουχαλάκια, δεν είχαμε,  μπαλωμένα φορήγαμε.  Παπούτσια ούτε για δείγμα.  Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι.  Και μονοφόρι.  Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο,  το 'ραβα με κερωμένο γκιούλι για να μη σπάει. Εχανόμουνε στα χωράφια ξιπολησιάς.  Και τα κανιά μου γιομάτα σημάδια.  Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή.  Έπεφτε μπόρα, δεν μ' απάνταγε.  Τα 'βαζα μ   ε τα στοιχειά της φύσης.  Βούταγα μια βάρκα  και κοντραριζόμουνα με τα κύματα. Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή μου.  Εκαθόμουνα με τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν. Είχα μονίμως μια φούντωση,.  Έτσι ενθυμούμαι. Πέντε χρονώ, μ' έστειλε ο πατέρας σχολείο.  Από το υστέρημα του μ' αγόρασε ποδιά. Ετότες φορήγαμε ποδιές. Αλατζαδένιες. Υπήρχαν και τα ντρίλια. Κι ήμαστε όλα τα παιδιά μια κοψιά. Λόγω στολής. Τα γράμματα τ' αγάπησα, τα 'παιρνα στον αέρα. Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας. Κιμωλίες με το δελτίο, πιο ακριβές κι απ' το γαρούφαλο.

 
Ο Βαμβακάρης μόλις στα 6 του χρόνια παρατάει το παιχνίδι, τα ξύλινα θρανία  και το μάθημα της ιστορίας που αγαπούσε. Επιστρατεύουν τον πατέρα του και αυτός ρίχνεται στη μάχη της επιβίωσης. Πιάνει δουλειά μαζί με τη μητέρα του τη κα Ελπίδα σε ένα κλωστήριο, 5 αδέλφια 7 στόματα,  και τρέχει ξυπόλυτος 20 ώρες το 24ωρο από την Ανω Σύρα στη Χώρα για να προλάβει να πουλήσει τις εφημερίδες μέχρι τις 10 το πρωί και μετά να πάει για μεροκάματο στο χασάπικο, στο μανάβικο να κάνει θελήματα και όταν έπεφτε η νύχτα στο νησί ξέκλεβε τη δραχμή του από το γυάλισμα των παπουτσιών στη προκυμαία του λιμανιού.
Ήταν 13 ετών παιδί όταν πέρασε  ως λαθρεπιβάτης μέσα σε ένα καράβι από τη Σύρα για το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Ψάχνει ένα καλύτερο αύριο χωρίς να ξέρει που θα το βρει.  Δουλεύει για να ζήσει αυτός και η οικογένεια του στη Σύρο. Κάνει τον χαμάλη στο λιμάνι, ξεφορτώνει κάρβουνο από τα αμπάρια, εργάζεται ως εκδορέας στα σφαγεία και το βράδυ μπαίνει στους τεκέδες και  μιλάει με τους μάγκες, συχνάζει στα κρατητήρια  και απελευθερώνεται μόνο όταν ακούει τον ήχο του μπουζουκιού…από εκεί και μετά μαθαίνει ότι η πυξίδα της ζωής του έχει χορδές και το μόνο που ήθελε ήταν κούρδισμα και μεράκι….

Έγραφε τους στίχους πάνω στα πόδια του, δήλωσε ο γιος του Στέλιος, ακόμα και το κελαΐδισμα από ένα πουλί που πετούσε δίπλα του μπορούσε να τον εμπνεύσει. 
Στα τραγούδια του αποτύπωνε τη ζωή του,  περιγράφοντας τις στιγμές, τα συναισθήματα και τα λόγια που συντρόφευαν τις νότες που γλιστρούσαν πάνω στο μπουζούκι και γίνονταν αξεπέραστες δημιουργίες, έτσι έφτιαχνε τα τραγούδια του ο Βαμβακάρης.
Μόλις στα 19 του χρόνια κάνει τον πρώτο του γάμο με την Ελένη, που ο ίδιος την φώναζε Ζιγκοάλα και όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε σε μαγνητοφωνημένο απόσπασμα με τη φωνή του, η γυναίκα αυτή δεν στάθηκε αντάξια της αγάπης του και της εμπιστοσύνης του…
Ο πρώτος γάμος  δεν κράτησε πολύ, και ο ίδιος το εξηγεί…’’ Μικρός αρραβωνιάστηκα, για δες κοροΐδο που πιάστηκα και πήρα μια μπεμπέκα, μαγκιόρα για γυναίκα…’’  


Ο Βαμβακάρης ζητάει διαζύγιο από την Ελένη η οποία τον είχε απατήσει. Η Εκκλησία δε συμφωνεί για το διαζύγιο.  Ο ίδιος έρχεται σε σύγκρουση με τον Καθολικό επίσκοπο. Το ίδιο συμβαίνει και στην οικογένεια του, μάλιστα όπως ισχυρίστηκε ο γιος του Στέλιος, ο Μάρκος είχε ένα αδελφό πολύ σκληρό και μάγκα, και για να τον πείσει ότι ο ίδιος ότι δεν ευθυνόταν για τη τροπή που πήρε ο γάμος του, πρότεινε στον αδελφό του να κόψει το αυτί του με μπαλτά προκειμένου ο δεύτερος να πειστεί για την αθωότητα του.   Το διαζύγιο βγαίνει και η καθολική εκκλησία αφορίζει τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Το καλοκαίρι του 1934 συστήνει τη πρώτη λαϊκή ορχήστρα στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, την περίφημη Τετράδα του Πειραιώς αποτελούμενη από τον ίδιο τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμπτή και τον Ανέστη Δελιά.
Επισκέπτεται  ξανά τη Σύρο για να παίξει μουσική σε ένα παραλιακό μαγαζί δύο μήνες το καλοκαίρι. Όταν έπαιζε και τραγουδούσε ο Μαρκος, κοιτούσε πάντα προς τα κάτω , καθώς του ήταν αδύνατον να κοιτάξει κατάματα τον κόσμο γιατί τα έχανε. Όμως ένα βράδυ το βλέμμα του ξεστράτισε και αυτό στάθηκε μοιραίο για την Ελληνική μουσική μας κληρονομιά.
Μια κοπέλα όμορφη με μαύρα μάτια καθόταν σε ένα τραπέζι και τον κοιτούσε επίμονα. Το βράδυ,  γυρίζοντας στο καμαράκι του έγραψε  στίχους που ένιωσε να βγαίνουν από τη ψυχή του. Την άγνωστη κοπέλα με τα μαύρα μάτια , ούτε την ήξερε ούτε τη γνώρισε,  και ποτέ δεν έμαθε  πως ήταν το όνομά της αλλά και η ίδια ποτέ δεν πληροφορήθηκε ότι ίσως ότι το γνωστότερο τραγούδι που μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει πάνω από 400 εκτελέσεις γράφτηκε για την ίδια…
Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του. Ήταν τόσο πολύ δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία μαζεύτηκε για να τον ακούσει 50.000 κόσμος, στην πλατεία του Λευκού Πύργου.
Η περίοδος λίγο πριν τον 2ο  παγκόσμιο πόλεμο θεωρείται η πιο παραγωγική για τον ίδιο. Μεταξύ άλλων γράφει το 1935 την Φραγκοσυριανή, το τραγούδι που μέχρι σήμερα θεωρείται μοναδικό αφού έχει γνωρίσει γύρω στις 400 εκτελέσεις.
Η φτώχεια ξεπερνιόταν από τη δημιουργία. Η επιτυχία που γνώριζαν τα δεκάδες τραγούδια του από τους δίσκους γραμμοφώνου και το πάλκο υπήρξε μεγάλη. Το 1942 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε τρία παιδιά τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του '50 αρχίζει μία νέα μετεξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι και  για μία δεκαετία αρχίζουν τα πιο πικρά χρόνια της ζωής του.
Περνάει  ημέρες και νύχτες πολύ άσχημες, το μεροκάματο δεν βγαίνει , κανείς δεν τον φωνάζει για δουλειά, κι εκείνος μαραζώνει , αφού αντιμετωπίζει  ξανά, στα 50 του χρόνια αυτήν τη φορά εκτός από το σοβαρό πρόβλημα υγείας , λόγω της παραμορφωτικής αρθρίτιδας που τον δυσκόλευε να παίξει το αγαπημένο του μουσικό όργανο, έχει θέμα επιβίωσης. Γυρίζει στα πανηγύρια και στις γειτονιές του Πειραιά και παίζει το μπουζούκι του όπου του ζητάνε…

‘’ Τότε είχαν βγει τα πρώτα Τζου μπόξ, και ο πατέρας μου συνήθως καθόταν δίπλα στο μηχάνημα, όποιος ήθελε να ακούσει τραγούδι από το μηχάνημα έριχνε τη δεκάρα του και έπεφτε ο δίσκος , όποιος ήθελε να ακούσει τραγούδι από τον πατέρα,  άφηνε στο πιατελάκι λεφτά και ο Μάρκος έπαιζε’’
Ενώ συμπλήρωσε ‘’ Μια φορά θυμάμαι, φύγαμε από ένα μαγαζί,  χωρίς να κάνουμε καμιά είσπραξη, και ο πατέρας είχε στενοχωρηθεί τόσο πολύ που στο δρόμο έγραψε τους στίχους του τραγουδιού… ‘’ Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου…’’

Η ευρηματική πενιά του, η δεξιοτεχνία του και η καταπληκτική στιχογραφία του δεν σβήνει...Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια τελειώνει  αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης , απεσταλμένος του Τσιτσάνη που εκείνη την περίοδο ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια, έφτασε στο σπίτι του στη Κοκκινιά πάνω σε ένα ποδήλατο…και τα τραγούδια του βγαίνουν και πάλι στην αγορά , αυτή τη φορά με την καταπληκτική φωνή και ερμηνευτική απόδοση  του Γρηγόρη Μπιθικώτση.  

’Δεν ντρέπομαι να το πω πως όταν πέθανε ο πατέρας μου δεν είχαμε να τον κηδέψουμε, και αναγκαστήκαμε να πάμε στην I.P να ζητήσουμε λεφτά για να κάνουμε την κηδεία του’’ δήλωσε ο Στέλιος Βαμβακάρης. 

Το μπουζούκι του το ζήλεψαν οι άγγελοι στις 8 Φεβρουαρίου του 1972. Ο Μάρκος Βαμβακάρης περνάει στην ιστορία αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη μουσική κληρονομιά…

Ο Γιώργος Ζαμπέτας δεν έπαψε ποτέ να λέει ότι  «Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι "επάγγελμα" και ζούμε απ' αυτό».

«Μας έμαθε τι ήταν το μπουζούκι, μέχρι τότε δεν ξέραμε αν ήταν ντουλάπα ή όργανο», έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Παπαϊωάννου για τον γενάρχη  του ρεμπέτικου, Μάρκο Βαμβακάρη,





Δεν υπάρχουν σχόλια: